Σε νέους ρυθμούς ανάπτυξης στοχεύει η γαλακτοβιομηχανία ΔΩΔΩΝΗ, μετά τη στρατηγική συμφωνία με το fund CVC που ανακοινώθηκε πρόσφατα, και έχοντας ήδη διαγράψει μια ανοδική πορεία τα εννέα τελευταία χρόνια υπό τη διοίκηση και διεύθυνση της SI Foods.
Ο αναπλ. διευθύνων σύμβουλος της ΔΩΔΩΝΗ Α.Ε. Μιχ. Παναγιωτάκης, σε ενημερωτική συνάντηση με τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, επισήμανε πως η συμφωνία δεν συνιστά εξαγορά με παρόμοιους ή αντίστοιχους όρους, που έγιναν άλλες στο χώρο, αλλά για μία ενδυνάμωση της εταιρείας και του υφιστάμενου διοικητικού σχήματος. Παράλληλα υπογράμμισε πως η εξέλιξη αυτή θα είναι προς όφελος όχι μόνο των μετόχων, αλλά των εργαζόμενων και των παραγωγών – συνεργατών της εταιρείας.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του ITV, το πενταετές πλάνο ανάπτυξης που υλοποιεί από πέρυσι η διοίκηση, θα ενδυναμωθεί ακόμη περισσότερο με την ενίσχυση της CVC, με την υφιστάμενη διοίκηση και το σχήμα, να παραμένει ως έχει, αλλά πλέον με πολύ περισσότερες δυνατότητες ευελιξίας και λήψης αποφάσεων, που θα καταστήσουν την εταιρεία ακόμη πιο ανταγωνιστική. Σε αυτό το πλαίσιο, η προοπτική ενδυνάμωσης του ΠΟΠ προϊόντος της φέτας στην εγχώρια αγορά, αλλά κυρίως στο εξωτερικό, θα επιφέρει άμεσες αλλαγές, κάποιες εκ των οποίων κατευθύνονται και αφορούν στην αύξηση της τιμής παραγωγού στο γάλα, που θα ανακοινωθεί τις αμέσως επόμενες ημέρες.
«Προφανώς, προσανατολιζόμαστε να βελτιώσουμε τις τιμές παραγωγού και κάποιες από αυτές τις αυξήσεις θα ανακοινωθούν άμεσα, ίσως και εντός της εβδομάδας», ανέφερε ο κ. Παναγιωτάκης.
Τα βήματα προς τη συμφωνία
Σύμφωνα με τα όσα είπε ο κ. Παναγιωτάκης, ο πρώτος βασικός λόγος που αποτέλεσε την αφετηρία για την είσοδο στη γαλακτοβιομηχανία του fund, είναι η επιτυχημένη διαδρομή τα τελευταία εννέα χρόνια και κυρίως οι προοπτικές ανάπτυξής της σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο.
Κοινή εκτίμηση της SI και της CVC είναι, ότι οι «μεγάλοι παίκτες» στις ξένες αγορές, όπως τα μεγάλα σούπερ μάρκετς, βολεύονται με εύκολες λύσεις στην αγορά προϊόντων ΠΟΠ, όπως η φέτα, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα τον ευτελισμό της τιμής του προϊόντος. «Είναι απαράδεκτο να πωλείται φέτα ΠΟΠ στην τιμή των 4,20 – 4,30 ευρώ, ενώ το ελάχιστο κόστος παραγωγής για ένα κιλό είναι ένα ευρώ. Αυτό γίνεται, γιατί κάποιες εταιρείες εξακολουθούν να εισάγουν και να χρησιμοποιούν εισαγόμενο γάλα για τη φέτα και επειδή χρησιμοποιούν κάποια τεχνολογικά τερτίπια, κάτι όμως που συνιστά εγκληματική παραβίαση των κανόνων παραγωγής ΠΟΠ και φυσικά θέτουν και ζήτημα αθέμιτου ανταγωνισμού», σημείωσε ο κ. Παναγιωτάκης.
Χρησιμοποιώντας ποδοσφαιρικούς όρους, ο κ. Παναγιωτάκης τόνισε, ότι η εταιρεία παίρνει κάθε χρόνο το ελληνικό πρωτάθλημα, όμως με την είσοδο του νέου επενδυτικού σχήματος στην εταιρεία, ο στόχος είναι «να είμαστε κάθε χρόνο στα ημιτελικά ή στον τελικό του Champions League και να το παίρνουμε κιόλας. Η συμφωνία μας δίνει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα, να παίζουμε απέναντι σε μεγάλους παίκτες. Είναι διαφορετικό να σε αντιμετωπίζουν στο εξωτερικό ως μία εταιρεία με τζίρο 100-150 εκ. και άλλο να σε υπολογίζουν ως μία εταιρεία με διπλάσιο τζίρο», πρόσθεσε.
Άμεσα η αύξηση των τιμών στους παραγωγούς
Όπως προαναφέρθηκε, η πρώτη άμεση αντίδραση της εταιρείας, προς τους παραγωγούς, θα είναι η ανακοίνωση της αύξησης των τιμών τις αμέσως επόμενες ημέρες. Με τον τρόπο αυτό, αλλά και με άλλους που θα ανακοινωθούν σύντομα, η ΔΩΔΩΝΗ επιχειρεί να ενισχύσει αφενός τη σχέση εμπιστοσύνης με τους συνεργάτες της και αφετέρου να στείλει ένα μήνυμα στους παραγωγούς, ότι εξακολουθεί, όπως αναφέρει, να δίνει τις καλύτερες τιμές σε όλη τη χώρα.
«Το προηγούμενο έτος, περισσότεροι παραγωγοί ήρθαν σε εμάς σε σχέση με αυτούς που έφυγαν. Βελτιώσαμε τις τιμές όλα αυτά τα χρόνια. Οι άλλοι άλλαξαν και όχι εμείς. Εξακολουθούμε να λειτουργούμε ως πυλώνες σταθερότητας, αφού θα συνεχίσουμε να παίρνουμε το σύνολο της παραγόμενης ποσότητας γάλακτος και μόνο από έλληνες παραγωγούς στην Ήπειρο. Ήμασταν και είμαστε με τον έλληνα παραγωγό και την ελληνική κτηνοτροφία και δεν είμαστε σήμερα με τον έλληνα, αύριο με τον ρουμάνο, μεθαύριο με τον βούλγαρο και την επόμενη χρονιά, ξανά με τον έλληνα κτηνοτρόφο».
Μειώνονται οι παραγωγοί στην Ήπειρο
Τέλος, έναν γενικότερο προβληματισμό σχετικά με την πρωτογενή παραγωγή στην Ήπειρο και τη σταδιακή μείωση του αριθμού των παραγωγών εξέφρασε ο κ. Παναγιωτάκης.
«Εκείνο που μας προβληματίζει όμως ιδιαίτερα είναι, ότι σε ετήσια βάση στην Ήπειρο, ο αριθμός των παραγωγών μειώνεται σταθερά μεταξύ 10-13% ενώ σε άλλες περιοχές της χώρας, υπάρχει μία ανάπτυξη 5-7%. Εκεί υπάρχει ένα σημαντικό πρόβλημα και σε αυτόν τον τομέα θα αναπτύξουμε διάφορες δράσεις κα πρωτοβουλίες, ώστε να δώσουμε προοπτική στον παραγωγό και να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις για να ασχοληθούν και άλλοι νέοι με την πρωτογενή παραγωγή», ανέφερε.