Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων με τίτλο «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις» που έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση, βρέθηκε στο μικροσκόπιο της τελευταίας συνεδρίας της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, που έγινε με τηλεδιάσκεψη την περασμένη Πέμπτη.
Σε ό,τι αφορά το σχέδιο νόμου του ΥΠΑΙΘ, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων έχει ήδη τοποθετηθεί δημόσια δια της Συγκλήτου από τον Σεπτέμβριο του 2019 για τα Ξενόγλωσσα Προπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών. Χωρίς να διαφωνεί επί της αρχής για τη σκοπιμότητα των ξενόγλωσσων προγραμμάτων τόσο στο προπτυχιακό όσο και το μεταπτυχιακό επίπεδο, η Σύγκλητος θεωρεί ότι η νομοθετική ρύθμιση που περιγράφεται στα άρθρα 76-83 του σχεδίου νόμου δεν εξυπηρετεί, στην παρούσα συγκυρία, την ποιοτική αναβάθμιση του ελληνικού Πανεπιστημίου. «Οι πρόσθετοι πόροι που θα εξασφαλιστούν μέσω ξενόγλωσσων προγραμμάτων μπορεί να ενισχύσουν οικονομικά τα ΑΕΙ, αλλά η παράπλευρη αυτή δραστηριότητα θα προκαλέσει κατακερματισμό και υποβάθμιση του κύριου εκπαιδευτικού έργου που επιτελείται από τα υφιστάμενα Τμήματα (που είναι υποστελεχωμένα). Περαιτέρω, δεδομένου ότι οι προπτυχιακές σπουδές στην Ελλάδα παρέχονται δωρεάν, η εγγραφή φοιτητών από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε προπτυχιακά προγράμματα που έχουν δίδακτρα ενδέχεται να προσβληθεί από τις ευρωπαϊκές αρχές (όπως συνέβη στην περίπτωση των Κολεγίων), με συνέπεια να δημιουργηθεί μια αντιφατική κατάσταση, που θα οδηγήσει αναγκαστικά στην αναθεώρηση του καθεστώτος της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης. Με την ευκαιρία, η Σύγκλητος επισημαίνει την κρισιμότητα της άμεσης προκήρυξης των κενωθεισών θέσεων μελών ΔΕΠ κατά το 2019, καθώς και την ανάγκη ενίσχυσης με θέσεις μελών ΔΕΠ των Σχολών Επιστημών Υγείας για την αντιμετώπιση των διδακτικών κενών στις συνθήκες της υγειονομικής κρίσης. Όπως έχουμε τονίσει επανειλημμένα, τα ΑΕΙ χρειάζονται πραγματικές, νέες θέσεις και νέα μέλη προσωπικού, πριν αρχίσει η οποιαδήποτε συζήτηση για τη διεύρυνση των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων τους.», τονίζει η Σύγκλητος.
Αρνητική είναι η Σύγκλητος, όπως είχε αναφέρει και σε προηγούμενο ψήφισμά της, για την αλλαγή της διαδικασίας εκλογής πρυτανικών αρχών. «Κατ’ αρχήν, ο αποκλεισμός, για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια, μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας που ανήκουν στις ομάδες των ΕΔΙΠ, ΕΕΠ, ΕΤΕΠ και Διοικητικών Υπαλλήλων διαρρηγνύει τις συνεργατικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας και υπονομεύει την εύρυθμη λειτουργία των Πανεπιστημίων. Η συμμετοχή στις αρχαιρεσίες είναι ένα δημοκρατικό δικαίωμα και μια προϋπόθεση για να υπάρχει αίσθηση της ευθύνης και λογοδοσία. Με το ίδιο πνεύμα, η πρόβλεψη για ενιαίο ψηφοδέλτιο πρυτάνεων – αντιπρυτάνεων δεν συνάδει με τις αρχές της αντιπροσωπευτικότητας, αφού αφήνει περιθώρια για «προσωποκεντρικές» συνεργασίες, που δεν αξιοποιούν όλο το δυναμικό των μελών ΔΕΠ», επισημαίνει.
Προβληματισμός για τις άλλες βαθμίδες
Η Σύγκλητος εκφράζει τον προβληματισμό της για νομοθετικές ρυθμίσεις που γίνονται στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
«Οι νεωτερισμοί στο Νηπιαγωγείο και το Δημοτικό Σχολείο (άρθρα 1-2) θα ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση εάν είχε εξασφαλιστεί ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό για την απόκτηση δεξιοτήτων από τους μικρούς μαθητές, εάν αυτές οι δεξιότητες ήταν περισσότερο επεξεργασμένες και προσαρμοσμένες στο ελληνικό περιβάλλον και, κυρίως, εάν είχε διασφαλιστεί ότι το μέγεθος των τάξεων θα είναι μικρό, προϋποθέσεις που σήμερα δεν συντρέχουν», αναφέρει.
Η Σύγκλητος θεωρεί επίσης ότι η επαναφορά, μετά από πολλά χρόνια, του θεσμού της «διαγωγής» (άρθρο 5) δεν θα περιορίσει τις επιθετικές και παραβατικές συμπεριφορές των μαθητών, αλλά θα επιτείνει τα προβλήματα στο σχολείο και την κοινωνία, στιγματίζοντας και απομονώνοντας αντί να φρονηματίζει.
Αναφορικά με τα Πρότυπα και τα Πειραματικά Σχολεία, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων πιστεύει είναι ένας πολύτιμος και ιστορικός θεσμός, που μπορεί να λειτουργήσει ως οδηγός και ως καταλύτης για εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. «Παρ’ όλα αυτά, το πλαίσιο που περιγράφεται στα άρθρα 10-21 του σχεδίου νόμου δεν εξειδικεύει τους τρόπους με τους οποίους θα προάγεται η αριστεία και θα καλλιεργείται η καινοτομία, χωρίς να διολισθαίνει η εκπαιδευτική διαδικασία στον άγονο ανταγωνισμό και την ενίσχυση της συγκαλυμμένης επιθετικότητας. Αυτό είναι ένα καίριο ζήτημα και συνιστά την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα σε ένα περιβάλλον όπου πραγματικά προάγεται η πρωτότυπη (και ενίοτε αιρετική) προσέγγιση και σε ένα περιβάλλον που προωθεί αποκλειστικά την κουλτούρα της προσωπικής ανάδειξης και το πνεύμα της αντιπαλότητας από νεαρής ηλικίας. Σε ό,τι αφορά την οργανωτική πλευρά του θέματος, ο αριθμός των προτεινόμενων Προτύπων Σχολείων φαίνεται να υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνατότητες και τα πληθυσμιακά δεδομένα της χώρας», σημειώνει.
Τέλος, η Σύγκλητος επισημαίνει εμφατικά ότι η επαναφορά της τράπεζας θεμάτων για τις πανελλήνιες εξετάσεις (άρθρο 9) συνιστά σοβαρή οπισθοδρόμηση, γιατί θα εκτρέψει την ορθή διδασκαλία των μαθημάτων στο Σχολείο, υποβαθμίζοντας την κριτική σκέψη και οδηγώντας τους μαθητές στα φροντιστήρια.
Ανησυχία για την επανεκκίνηση
Αναφορικά με την επαναλειτουργία των εργαστηριακών και κλινικών μαθημάτων η Σύγκλητος εκτιμά θα απαιτηθούν ιδιαίτερα μέτρα ασφάλειας και υγιεινής με σοβαρές απαιτήσεις σε υλικά προφύλαξης (μάσκες και γάντια) και τακτικής απολύμανσης των χώρων. Αυτό συνεπάγεται σημαντικό κόστος, για το οποίο το Πανεπιστήμιο θα πρέπει να τύχει έκτακτης κι άμεσης χρηματοδότησης. Ιδιαίτερος είναι, επίσης, o προβληματισμός της Συγκλήτου για τις συνθήκες μετακίνησης των φοιτητών από τις μόνιμες κατοικίες τους σε Ελλάδα και εξωτερικό προς την πόλη των Ιωαννίνων, καθώς και προς το Ίδρυμα. «Για όλα αυτά τα ζητήματα απαιτείται ιδιαίτερη φροντίδα από τις αρμόδιες αρχές της Πολιτείας, πριν δοθεί το έναυσμα για την επανέναρξη των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων θα ενεργοποιήσει όλο το δυναμικό του και θα καταβάλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να συνεχιστεί η εκπαιδευτική διαδικασία και να μην χαθεί το εξάμηνο˙ αλλά δεν πρόκειται να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του προσωπικού και των χιλιάδων φοιτητών του», τονίζεται στην ανακοίνωση της Συγκλήτου.