Μία πρωτότυπη ερευνητική προσπάθεια από το Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Την ερευνητική «σφραγίδα» του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και συγκεκριμένα της ερευνητικής ομάδας του Καθηγητή στο Τμήμα Χημείας Βασίλη Τσίκαρη, που είναι και ο επιβλέπων, φέρει η πρώτη προσπάθεια στα χρονικά της χώρας, για την παραγωγή αντιοφικού ορού στην Ελλάδα.
Η ερευνητική αυτή προσπάθεια εξελίσσεται στο Εργαστήριο Χημείας Πεπτιδίων, με πρωταγωνίστρια την Βασιλική Μουλασιώτη, υποψήφια διδάκτορα Χημείας.
Ο αντιοφικός ορός εισάγεται από την Ελλάδα σε περιορισμένες ποσότητες σε ετήσια βάση, καθώς η παγκόσμια παραγωγή είναι εξαιρετικά μικρή, κυρίως λόγω του περιορισμένου περιθωρίου κέρδους που έχουν οι φαρμακευτικές βιομηχανίες για την παραγωγή και διάθεσή του.
Την ευθύνη των παραγγελιών και της διάθεσης του αντιοφικού ορού στην Ελλάδα την έχει το Ινστιτούτο Παστέρ, όπου χρημάτισε ως διευθυντής τα προηγούμενα χρόνια ο κ. Τσίκαρης και όπως λέει είδε την αγωνία των ανθρώπων του Ινστιτούτου να καλυφθούν οι ανάγκες της χώρας, όταν το ερευνητικό ινστιτούτο στην Κροατία από το οποίο γινόταν η εισαγωγή του ορού, διέκοψε τη λειτουργία του.
«Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα να δούμε τις τεχνικές και την τεχνογνωσία, που χρειάζεται η παραγωγή του αντιοφικού ορού και αυτό που είδαμε, ήταν ότι στο Τμήμα Χημείας είχαμε τη δυνατότητα να κάνουμε κάτι ανάλογο και να αναπτύξουμε μία διαδικασία, που θα οδηγήσει στον αντιοφικό ορό», ανέφερε ο κ. Τσίκαρης.
Παραγωγή αντισωμάτων
Η ερευνητική διαδικασία που εξελίσσεται, σχετίζεται, όπως αναφέρει η κα Μουλασιώτη στην προσπάθεια σύνθεσης πρωτεϊνών, με φορείς που επάγουν ανοσολογική απόκριση στα ζώα. Σε αντίθεση όμως με την ίδια διαδικασία που γίνεται για τον αντιοφικό ορό σε μεγάλα ζώα και συνήθως σε άλογα, στα οποία γίνεται έγχυση του δηλητηρίου και στη συνέχεια λήψη αίματος, για την απομόνωση των αντισωμάτων, η ερευνητική προσπάθεια στο Παν. Ιωαννίνων έχει ως πρωταγωνίστριες τις όρνιθες.
«Δεν παίρνουμε αίμα όπως γίνεται με τα άλογα, αλλά παίρνουμε τα αυγά και από αυτά απομονώνουμε τα αντισώματα. Έτσι, αποφεύγουμε την επέμβαση στο ζώο, συλλέγοντας απλώς τα αυγά και παίρνοντας από αυτά τα αντισώματα», ανέφερε η κα Μουλασιώτη.
Η σύλληψη και το «άρμεγμα» της οχιάς
Αποτελεί πάντως και μία εξαιρετικά δύσκολη διαδικασία καθώς για την παραγωγή του, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η «σύλληψη» δηλητηριωδών φιδιών στη φύση και στη συνέχεια το «άρμεγμά» τους, όπως λέγεται. Μία δύσκολη και επικίνδυνη διαδικασία, που έγινε όμως στο πλαίσιο της έρευνας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με την καθοριστική συμβολή του βιολόγου – ερπετολόγου Ηλία Στραχίνη, παρουσιαστή της τηλεοπτικής εκπομπής «Άγρια Ελλάδα», που προβάλλεται στην ΕΡΤ3. Δύο οχιές μεταφέρθηκαν στο εργαστήριο, από τα οποία αφαιρέθηκε το δηλητήριο και παραδόθηκε για τους σκοπούς της έρευνας στην κα Μουλασιώτη.
«Ήδη έχουμε φτάσει σε ένα καλό σημείο, αφού έχουμε παράξει αντισώματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην πορεία για την παραγωγή του αντιοφικού ορού, ώστε να δούμε σε πιο επίπεδο προκαλούν ανοσολογική απόκριση σε τοξίνες του δηλητηρίου.
Αυτό που σκεφτόμαστε, και θεωρούμε ότι είναι εύκολο να συμβεί σχετικά γρήγορα είναι η παραγωγή ενός εμβολίου, που θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί στα ζώα, όπως στα κυνηγετικά σκυλιά ή στους ποιμενικούς σκύλους που έρχονται συχνά, αντιμέτωπα με δαγκώματα από δηλητηριώδη φίδια», τόνισε ο κ. Τσίκαρης.
Περιορισμένο ενδιαφέρον της Πολιτείας
Ερωτηθείς σχετικά με το πώς η Πολιτεία ανταποκρίνεται γενικότερα σε ερευνητικές προσπάθειες, ο κ. Τσίκαρης τόνισε, ότι υπάρχει ένα σαφές έλλειμμα στη χώρα και σε επίπεδο Πολιτείας και σε επίπεδο φαρμακοβιομηχανίας.
«Η Πολιτεία διακρίνεται διαχρονικά από την αναποτελεσματικότητά της να αξιοποιήσει τις ερευνητικές προσπάθειες, που παράγουν αποτελέσματα, ενώ και η φαρμακοβιομηχανία της χώρας προτιμά το εμπόριο του προϊόντος και το κέρδος από αυτό, παρά την επένδυση σε μία ερευνητική προσπάθεια, που θα οδηγήσει και στην παραγωγή ενός προϊόντος. Η τεχνογνωσία και οι δυνατότητες υπάρχουν, πλην όμως η Πολιτεία δεν ενδιαφέρεται. Θα μπορούσαμε για παράδειγμα στην πανδημία, να παράξουμε πολύ εύκολα και στο δικό μας εργαστήριο, τα τεστ ανίχνευσης κορωνοϊού, όμως κανείς δεν ενδιαφέρθηκε, αλλά προτιμήσαμε να εισάγουμε τα τεστ από το εξωτερικό», κατέληξε ο κ. Τσίκαρης.