Στο Πνευματικό Κέντρο Ιωαννίνων πραγματοποιήθηκε το βράδυ του Σαββάτου η Πανηγυρική Εκδήλωση για την επέτειο της Απελευθέρωσης των Ιωαννίνων
Παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας, Κ. Σακελλαροπούλου τελέστηκε η πανηγυρική εκδήλωση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών, στο πλαίσιο των «Ελευθερίων 2022».
«Εξοχωτάτη,
Φίλες και φίλοι,
Θα ξεκινήσω με μια παρατήρηση που τη θεωρώ σημαντική:
Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα δεν έχουν νόημα να τα μαθαίνουμε ως ιστορίες ενός ξεπερασμένου και μακρινού άλλοτε, να τα μνημονεύουμε στις επετείους τους, πολύ περισσότερο να τα αξιοποιούμε ως εφαλτήριο για την επιτυχία σε κάποιες εξετάσεις. Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα αποκτούν μια δυναμική παρέμβαση στη ζωή μας, μόνον αν τα μελετούμε σε βάθος ως να ήταν δικά μας σημερινά προβλήματα. Ως να ήταν σημερινές προκλήσεις που έπρεπε να πάρει θέση ο καθένας χωριστά αλλά και όλοι μαζί να τις αντιμετωπίσουμε. Μόνο έτσι τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα διευθετούν το παρόν μας και προστατεύουν το μέλλον μας.
Η 21η Φεβρουαρίου 1913 δεν είναι απλά ένα από τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα. Είναι το γεγονός. Είναι η κορυφαία ώρα του έθνους μας, αλλά και του δήμου μας ιδιαίτερα. Είναι η γενέθλια μέρα της αυτονομίας μας, ύστερα από σχεδόν πέντε αιώνες ανελέητης σκλαβιάς. Αν, λοιπόν, υπάρχει κάποιο παρελθόν, που δεν επιτρέπεται να παρέλθει, τότε, για την πόλη μας, είναι η 21 Φεβρουαρίου 1913. Ένα παρελθόν, που όταν χαθεί, χάνεται μαζί του και μέρος από το παρόν. Αλλά και μέρος από το μέλλον μας. Τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας δεν είναι μόνο πηγή υπερηφάνειας για τους επιγόνους. Δεν είναι δώρα χωρίς αντίτιμο για τους επικαρπωτές. Και ασφαλώς δεν είναι ευκαιρία για νυσταλέους και αμήχανους λόγους από άμβωνες.
Είναι ώρες ύψιστης παιδείας.
Είναι ώρες ευθύνης και μάλιστα συλλογικής.
Και αυτό ίσχυε πάντοτε.
Ισχύει όμως πολύ περισσότερο σήμερα. Σήμερα είναι ανάγκη κατεπείγουσα να δούμε τα σύγχρονα προβλήματα μέσα από την οπτική του 1913. Σήμερα, που πορευόμαστε ως δήμος, ως έθνος, αλλά και ως οικουμένη, σ΄ένα λαβύρινθο χωρίς το νήμα της Αριάδνης. Σ΄έναν ωκεανό από εναλλασσόμενες αβεβαιότητες με μόνη βεβαιότητα τη διαρκή αλλαγή. Αλλά και το ρίγος του αγνώστου που μας απειλεί. Ενός αγνώστου που μετασχηματίζεται διαρκώς σε νέες μορφές απειλών. Και που το κοινό μας μέλλον, το στενότερο, το ευρύτερο, αλλά και το οικουμενικό πορεύεται στις όχθες της αβύσσου. Και είναι έτοιμο να καταποντιστεί.
Σήμερα, λοιπόν, που οι νέες απειλές δεν είναι πλέον η άλλοτε πανίσχυρη Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά οι ίδιες οι γνώσεις που διαρκώς αχρηστεύονται, οι προκαταλήψεις που διαρκώς επιβιώνουν, οι ψευδαισθήσεις που μας ναρκώνουν, τα μίση και οι μισαλλοδοξίες που μακροημερεύουν, η διχόνοια η δολερή, όπως θα έλεγε ο ποιητής μας, που χαιρέκακα διαποτίζει τη σκέψη μας, σήμερα για να προλάβουμε το ταχύπλοο μέλλον μας, αυτές τις προκλήσεις είναι που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.
Και το ερώτημα που αιωρείται είναι: Πώς θα αντλήσουμε αξιόπιστα στοιχεία από έναν πανηγυρικό που αναφέρεται σε ένα σημαντικό γεγονός, αλλά που συνέβη πριν εκατό και πλέον χρόνια, για σημερινά προβλήματα που στο μεταξύ άλλαξαν και αλλάζουν ταχύτατα όλα;
Είναι ένα λογικό ερώτημα που όμως νομίζω ότι έχει απάντηση:
Ας προσεγγίσουμε με ευλάβεια τα γεγονότα: Για κοντά πέντε αιώνες ολόκληρη η Ήπειρος, μαζί και η πόλη μας, ήταν οθωμανική επαρχία. Για πέντε σχεδόν αιώνες πιέζονταν αφόρητα ν΄ αλλάξει ταυτότητα. Έβλεπε τα νιάτα της να εκτουρκίζονται βίαια, τη θρησκεία της να συμπιέζεται, τη γλώσσα της να κινδυνεύει, την ιστορία της να κατεδαφίζεται.
Κι όμως άντεξε.
Το ερώτημα είναι κρίσιμο: Τι συνετέλεσε και σχεδόν πέντε αιώνες ανελέητης σκλαβιάς δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την έλευση της 21 Φεβρουρίου του 1913 και μαζί το πολύτιμο δώρο της ελευθερίας. Η απάντηση προφανώς και περιέχεται μέσα στην αξημέρωτη νύχτα της σκλαβιάς. Ο ελληνισμός γενικότερα δεν ήταν μια ευκαιριακή ταυτότητα. Διέθετε ήδη μια μακραίωνη παράδοση που ανέτρεχε ως τα βάθη της χάλκινης εποχής και πέραν αυτής. Ήταν κληρονόμος μιας μοναδικής σκέψης εκείνης των μοναδικών στην οικουμένη αρχαίων Ελλήνων, διατηρούσε ακέραια στη μνήμη την έκλαμψη της άμεσης δημοκρατίας που για πρώτη φορά είχε αναγνωρίσει στο άτομο το δικαίωμα να είναι η πηγή κάθε εξουσίας. Και θεμελίωνε τη συνύπαρξη, όχι πλέον στο δίκαιο της πυγμής, που για πέντε σχεδόν αιώνες κράταγε την οθωμανική αυτοκρατορία όρθια και την πόλη μας διπλωμένη στα τέσσερα, αλλά «στην πυγμή του δικαίου», τη μόνη πυγμή, που τελικά οδήγησε στο θαύμα της 21ης Φεβρουαρίου του 1913.
Και που θαύμα δεν ήτανε.
Το θαύμα ήταν οι γενιές, που μεσολάβησαν στη μακραίωνα νύχτα της σκλαβιάς, που διατήρησαν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους, τη θρησκεία τους, τη γλώσσα τους, την παράδοσή τους, αλλά και ενδεχόμενα ως ένα βαθμό, τον κώδικα αξιών των προγόνων τους, που στηρίζονταν στην ελευθερία και την πυγμή του δικαίου.
Ένα πρώτο μάθημα που παίρνουμε από τη διαδρομή αυτή των προγόνων μας είναι τούτο: Οι πολιτισμοί υποτάσσονται, αλλά δεν δολοφονούνται. Το απέδειξε η σχεδόν μισή χιλιετία σκλαβιάς της πόλης μας. Όταν χάνονται, είναι γιατί αυτοκτονούν οι ίδιοι. Είναι γιατί οι άνθρωποι αυτομολούν οι ίδιοι προς την τραγωδία τους.
Και, ιδού η συνέχεια: Φτάσαμε στο θαύμα της 25ης Μαρτίου το 1821 και στη συνέχεια, στην 21 Φεβρουαρίου του 1913. Και διακόσια χρόνια αργότερα τη σκυτάλη τη διαχειριζόμαστε ελεύθεροι πλέον εμείς. Και πράγματι, στο μεταξύ, σπρώξαμε τον τροχό της ιστορίας ανοδικά: Η δημοκρατία κέρδισε ύστερα από πολλά εμπόδια. Διευρύνθηκαν τα περιθώρια της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, βελτιώθηκε θεαματικά η οικονομία της χώρας κ.λπ.
Ελεύθεροι μεν αλλά όχι αναμάρτητοι. Γεμίσαμε με χρυσές σελίδες τη νεώτερη ιστορία μας, αλλά, δυστυχώς, και με μαύρες – κατάμαυρες.
Το πρόταγμα «όλο και περισσότερα και όλα για μένα», που για καιρό και καιρό, σάρωνε και εξακολουθεί να σαρώνει τις αδιατίμητες αξίες του αλλτρουϊσμού και της αλληλεγγύης, που αποθεώνει τον ατομικισμό, καταστρέφει τη συλλογική συνείδηση, και μηδενίζει κάθε έννοια κοινωνικής ευθύνης, τώρα που βρισκόμαστε ένα βήμα πάνω από την άβυσσο της λαίλαπας του Covid-19, αλλά και της επαπειλούμενης οικονομικής κρίσης, τώρα έφτασε να μας απειλεί όλους.
Να μας απειλεί και μαζί να μας υποδεικνύει ότι τόσο η ελευθερία, όσο και η δημοκρατία δεν είναι μόνιμα και σταθερά κατακτημένες. Αντίθετα είναι μια διαρκής μετάβαση, ένα διαρκές συνεχές. Και άρα διαρκώς είναι πραγματοποιούμενες ή και υπονομευόμενες και σχεδόν ποτέ οριστικά πραγματοποιημένες. Αυτό σημαίνει πως τόσο ο θρίαμβός τους, όσο και η υπονόμευσή τους είναι πάντα μπροστά μας. Ιδιαίτερα μάλιστα σήμερα, μετά την οικονομική, αλλά και υγειονομική κρίση οι κίνδυνοι που μας απειλούν, είναι πολλοί περισσότεροι. Η αποτροπή τους αναζητά ξανά τη διαμόρφωση μιας συλλογικότητας, που με ρομφαία και πάλι την πυγμή του δικαίου θα οδηγήσουμε τη δημοκρατία και άρα και την ελευθερία μας στο δρόμο του θριάμβου. Το χρέος μας σήμερα είναι να πολεμήσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας.
Και πρώτα να αλλάξουμε τον τρόπο σκέψης «Είναι σκέτη παράνοια», έλεγε ο Αϊνστάιν, «να κάνεις και να ξανακάνεις τα ίδια πράγματα και να περιμένεις διαφορετικά αποτελέσματα».
Περνάμε δύσκολους καιρούς που μας προειδοποιούν για θανάσιμους κινδύνους. Που μας προειδοποιούν και για τον χειρότερο: να αδιαφορήσουμε. Και να αφήσουμε τα συλλογικά αντανακλαστικά να χαλαρώσουν. Να φεύγουν καθημερινά συνάνθρωποί μας, να βουλιάζουν οι νέοι μας κυρίως στην απελπισία και να το συνηθίζουμε. Και αθόρυβα και σχεδόν ανεπίγνωτα να αφήνουμε τη σκέψη μας να αντιγράφει προηγούμενα λάθη.
Σήμερα, λοιπόν, είναι και πάλι η ώρα ενός νέου εθνικού συναγερμού. Πρώτα να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα. Την αλήθεια ποια ήταν πριν, ποια οφείλει να είναι σήμερα.
Θα πρέπει συνεπώς σήμερα να ανασυντάξουμε και πάλι τη μνήμη μας και να υφάνουμε από την αρχή τις λησμονημένες αξίες της αλληλοκατανόησης και της ατομικής ευθύνης.
Διανύουμε ιστορικές στιγμές. Αισθανόμαστε υπερήφανοι για τους ήρωες του ’13. Για το Εμίν Αγά, για το Μπιζάνι, για τον Βελισσάριο που πρώτος έκοψε το νήμα της αιματηρής πορείας προς την πόλη μας. Ας ενεργήσουμε έτσι ώστε οι απόγονοί μας να αισθάνονται υπερήφανοι για τις σημερινές επιλογές μας. Μόνον τότε και το μέλλον μας θα διασώσουμε και τους προγόνους μας επάξια θα τιμήσουμε.
Και μόνον έτσι θα τιμήσουμε τους αγώνες για την ελευθερία.
Και μόνον έτσι θα μας τιμήσει η Ελευθερία.»