Μια σημαντική προσπάθεια πέντε ετών, έφερε στο προσκήνιο σημαντικά και εντυπωσιακά αποτελέσματα
Την ανάδειξη της μοναδικότητας του γηγενούς ποικιλιακού πλούτου αμπέλου στην Ήπειρο έδειξαν τα αποτελέσματα του οποίου παρουσιάστηκαν στην ημερίδα που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη στο οινοποιείο της Ζοίνος Α.Ε. στη Ζίτσα, μέσα από το ερευνητικό έργο που υλοποιήθηκε με ακρωνύμιο «Πύρρου Άμπελος» με χρηματοδότηση από το ΠΕΠ Ηπείρου.
Μια σημαντική προσπάθεια πέντε ετών, έφερε στο προσκήνιο σημαντικά και εντυπωσιακά αποτελέσματα και συμπεράσματα για την ιστορική διαδρομή των ποικιλιών αμπέλου της Ηπείρου, κάποιες εκ των οποίων διακρίνονται όχι μόνο για τα αμπελοοινικά τους χαρακτηριστικά, αλλά και για την ιστορική τους σημασία, αφού έχουν μία πορεία σχεδόν πέντε αιώνων.
Η προσπάθεια αυτή ανέδειξε 35 γηγενείς ποικιλίες αμπέλου στην Ήπειρο, οι οποίες προχώρησαν στο στάδιο της οινοποίησης με τους παραγώμενους οίνους να κάνουν την πρώτη τους «εμφάνιση» σε επίπεδο γευσιγνωσίας στη χθεσινή εκδήλωση.
35 γηγενείς ποικιλίες
Στο πλαίσιο της προσπάθειας και αφού επισημάνθηκαν συνολικά 280 πρέμνα σε 79 θέσεις ποικιλιών στην Ήπειρο, δημιουργήθηκε στην αμπελουργική ζώνη της Ζίτσας και σε ιδιοκτησίας της ΖΟΙΝΟΣ, ένας πειραματικός αμπελώνας, αποκλειστικά με τις 35 γηγενείς ποικιλίες.
Ζητούμενο η αξιοποίηση
Πέρα, όμως, από την καταγραφή και την αποτύπωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, ο στόχος είναι η πιστοποίησή τους και η ανάδειξη σε επίπεδο εμπορικής δραστηριότητας στο μέλλον.
Αυτό, είναι ένα στοίχημα που μπορεί να το κερδίσει ο αμπελοοινικός κλάδος στη χώρα με έμφαση στους συνεταιρισμούς και με την «ομπρέλα» της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Αμπέλου και Οίνου.
Ο πρόεδρος της ΖΟΙΝΟΣ Α.Ε. Ευ. Αργύρης στάθηκε στην τεράστια προσπάθεια που καταβλήθηκε για την αλλαγή της κουλτούρας και της νοοτροπίας ότι για να σωθεί η ελληνική αμπελοκαλλιέργεια χρειάζεται επένδυση στις ξένες ποικιλίες.
«Αυτό που αποδεικνύεται είναι πως οι γηγενείς ποικιλίες αναδεικνύουν στην κουλτούρα, τις πολιτιστικές συνήθειες και τις διατροφικές και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τον κλάδο από τους παραγωγούς και τους οινοποιούς να αξιοποιήσουν αυτήν την προστιθέμενη αξία», ανέφερε ο κ. Αργύρης.
Ο Χρ. Μάρκου, πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Ελλάδος χαρακτήρισε το αποτέλεσμα του ερευνητικού έργου, ως επιβράβευση μίας προσπάθειας του συνεταιριστικού κλάδου για δεκαετίες.
«Είναι δικαίωση για όλους εκείνους που υποστηρίζουν εδώ και χρόνια ότι οι γηγενείς ποικιλίες είναι το εμπορικό διαβατήριο για τα ελληνικά κρασιά στο εξωτερικό. Χρόνια λέμε ότι δε γίνεται να προχωρήσει ο κλάδος με βάση τις κοσμοπολίτικες ποικιλίες», σημείωσε, ενώ στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και ο Κων. Ευσταθίου, πρόεδρος της Διεπαγγελματικής.
«Προφανώς και υπάρχει χώρος να επενδύσει κάποιος σε αυτές τις ποικιλίες. Από τις αρχές του 2000 όλοι μιλούσαν για τις ξενικές ποικιλίες στους ελληνικούς αμπελώνες. Όσοι όμως πήγαν αντίθετα στο ρεύμα, τώρα αποζημιώνονται αφού τα δύο τελευταία χρόνια έχουμε 20% αύξηση των εξαγωγών των γηγενών ποικιλιών και σε κάποιες χώρες που αναζητούν κάτι διαφορετικό, όπως ο Καναδάς, η αύξηση αυτή φτάνει το 150%».
Ο δήμαρχος Ζίτσας Μιχ. Πλιάκος, σημείωσε από την πλευρά του, πως το ερευνητικό έργο αποτελεί το πρώτο σκαλί στην σκάλα της ποιότητας και της επιστημονικής πιστοποίησης των ντόπιων ποικιλιών.
Πού αναπτύχθηκε το ερευνητικό έργο
Αρκετά ενδιαφέροντα ήταν και τα στοιχεία που παρουσίασε η Δώρα Πιτσώλη από τον ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ που είχε την ευθύνη του έργου.
Το έργο αναπτύχθηκε στους νομούς Ιωαννίνων, Θεσπρωτίας και Πρέβεζας και συνολικά εντός διοικητικών ορίων 13 δήμων.
Στη Θεσπρωτία καταγράφηκαν 17 θέσεις ποικιλιών και 36 πρέμνα, στα Ιωάννινα 53 θέσεις και 210 πρέμνα και στην Πρέβεζα 9 και 34 αντίστοιχα.
Το μεγαλύτερο δυναμικό γηγενών ποικιλιών εμφανίζεται στην Κόνιτσα, ωστόσο η ευχάριστη έκπληξη ήρθε από τις ποικιλίες που ταυτοποιήθηκαν στη Θεσπρωτία.
«Πρόκειται για ένα ανεξερεύνητο και ιδιαίτερο πεδίο, γιατί εντοπίσαμε μεμονωμένα πρέμνα που ανήκουν στην περίοδο προ φυλλοξήρας και που αυτό σημαίνει ότι πρόκειται πραγματικά για μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ηπείρου.Οι κάτοικοι λένε ότι τα συγκεκριμένα πρέμνα που βρέθηκαν ιολογικά καθαρά χρονολογούνται πιθανόν από τα τέλη του 1600», ανέφερε μεταξύ άλλων η κα Πιτσώλη.