Ανοιχτή διαβούλευση για το μέλλον της υγείας διοργάνωσε η Νέα Αριστερά, προσκαλώντας σε συζήτηση εκπροσώπους συλλόγων ασθενών και υγειονομικών
Ανοιχτή διαβούλευση για το μέλλον της υγείας διοργάνωσε η Νέα Αριστερά, προσκαλώντας σε συζήτηση εκπροσώπους συλλόγων ασθενών και υγειονομικών, τόσο σε νοσοκομεία και δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε με αφορμή την κατάθεση του νομοσχεδίου του υπουργείου Υγείας στην ολομέλεια της Βουλής, με τη Νέα Αριστερά να τονίζει πως πρόκειται καταψηφίσει και να ζητήσει την απόσυρσή του.
Την κοινοβουλευτική ομάδα εκπροσώπησαν η Μερόπη Τζούφη, η Θεανώ Φωτίου και ο Οζγκιούρ Φερχάτ, ο οποίος είναι και ο εισηγητής της Νέας Αριστεράς για το νομοσχέδιο. Επίσης συμμετείχαν ο Αναστάσιος Σαμουηλίδης (Ένωση Ασθενών Ελλάδας), η Κορίνα Θεοδωρακάκη (Εθνική Ομοσπονδία Κινητικά Αναπήρων), ο Γιάννης Λεβισιάνος Λαμπρόπουλος (Σύλλογος Οροθετικών «Θετική Φωνή»), η Ιωάννα Μυρίλλα (Ελληνική Ομοσπονδία Θαλασσαιμίας) και οι κυρίες Θεοχάρη και Σωτηροπούλου, εκπροσωπώντας τους ασθενείς με σπάνια νοσήματα.
Από τον χώρο των υγειονομικών συμμετείχαν εκπρόσωποι του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, των Νοσοκομειακών Γιατρών Ηρακλείου Κρήτης, εργαζόμενοι υγειονομικοί στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και γιατροί σε νοσοκομεία και κέντρα υγείας της Αθήνας, όπως και μέλη του Δικτύου Υγειονομικών της Νέας Αριστεράς. Μεταξύ άλλων, το παρών ο γενικός γραμματέας του ΠΙΣ Δημήτρης Βαρνάβας, ο πρόεδρος των Νοσοκομειακών Γιατρών Ηρακλείου Αλέξανδρος Καφετζάκης, ο γιατρός του Κέντρου Υγείας Πλ. Αττικής Νίκος Κλουδάτος, ο καθηγητής πνευμονολογίας στον Ευαγγελισμό Γιάννης Καλομενίδης, καθώς και οι κύριοι Αλεξόπουλος και Κρέτσης από τον Σύλλογο Εργαζομένων Ιδιωτικής Υγείας.
Κατά τη συζήτηση διαπιστώθηκε η δραματική επιδείνωση της κατάστασης στις δημόσιες δομές υγείας και η συνεχής οικονομική επιβάρυνση των πολιτών για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη. Επισημάνθηκε το πολύ υψηλό ποσοστό ιδιωτικών δαπανών υγείας στην Ελλάδα (40% του συνόλου), σε μια περίοδο που η πρόσβαση στην αναγκαία φροντίδα υγείας δυσκολεύει και διευρύνονται οι ακάλυπτες ανάγκες υγείας, καθώς μεγεθύνεται η συμμετοχή των πολιτών στο κόστος της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, με χαρακτηριστικά παραδείγματα:
- την αυξημένη συμμετοχή για την αγορά γενοσήμων φαρμάκων,
- το νέο «χαράτσι» 1και 3 ευρώ για κάθε παραπεμπτικό μικροβιολογικών ή απεικονιστικών εξετάσεων,
- τα εμπόδια πρόσβασης στα καινοτόμα και ακριβά φάρμακα (πχ: ογκολογικά),
- την προαναγγελία νέων αυξήσεων στις τιμές φαρμάκων καθημερινής χρήσης,
- τη μη αποζημίωση συνταγογραφούμενων σκευασμάτων (πχ: ασβεστίου),
- τη θεσμοθέτηση του «παράβολου» των 5 ευρώ για τον εμβολιασμό κατά της covid-19 στα φαρμακεία.
Τόσο οι υγειονομικοί όσο και οι εκπρόσωποι των ασθενών τόνισαν τις σημαντικές ελλείψεις προσωπικού στο ΕΣΥ. Επίσης αναφέρθηκαν στο σημαντικό κόστος πρόσβασης στον ιδιωτικό τομέα, ιδίως όταν πρόκειται για εξειδικευμένες υπηρεσίες.
Μίλησαν ακόμα για το αυξημένο κόστος που απαιτείται για αναλώσιμα ή «εξοπλισμό αξιοπρέπειας» για ανασφάλιστους, αλλά και ασφαλισμένους ασθενείς.
Επιπλέον, οι υγειονομικοί χαρακτήρισαν την κατάργηση της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των γιατρών ως τη «χαριστική βολή» στο δημόσιο σύστημα υγείας, τονίζοντας πως είναι ανθρωπίνως αδύνατο ένας γιατρός να ανταποκριθεί αξιοπρεπώς στην καθημερινή τακτική λειτουργία του νοσοκομείου, στα απογευματινά ιατρεία ή χειρουργεία, στην υποχρέωση της εφημερίας και -ταυτόχρονα- να δουλεύει στον ιδιωτικό τομέα για να συμπληρώνει το εισόδημά του. Όπως ανέφεραν «αυτός που θα μείνει πίσω θα είναι ο ασθενής που δεν έχει λεφτά». Απαξιώνεται λοιπόν η δημόσια περίθαλψη αλλά και το ίδιο το ιατρικό έργο, μιας και υποχωρούν δραματικά τα standards ποιότητας και ασφάλειας στη φροντίδα των ασθενών.
Η ΚΟ της Νέας Αριστεράς έκανε σαφές ότι θα καταψηφίσει στη Βουλή το νέο νομοσχέδιο και ζητά την απόσυρση του. Αυτό προφανώς δεν σημαίνει υπεράσπιση της σημερινής προβληματικής κατάστασης στο ΕΣΥ. Αντίθετα, η απόρριψη του νομοσχεδίου γίνεται υπό το πρίσμα της γενναίας ενίσχυσης του ΕΣΥ και της δραστικής αντιμετώπισης των σοβαρών ελλειμμάτων και παθογενειών της δημόσιας περίθαλψης. Και αυτό μπορεί να γίνει με αποτελεσματικό τρόπο μόνο μέσα από ένα ευρύτατο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο που θα διεκδικεί συστηματικά τη συνολική αναβάθμιση της Δημόσιας Υγείας.