Η ομιλία του Προέδρου Βουλής των Ελλήνων Κωνσταντίνου Τασούλα για τον εορτασμό των 40 χρόνων από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα
Η ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδος είναι η δικαίωση του ιστορικού και βαρύνοντος ρόλου της πολιτικής. Ήταν πολιτική σκέψη, μετά έγινε απόφαση, μετά σχέδιο και μετά πράξη.
Και δεν χρησιμοποιώ, κυρίες και κύριοι, επίτηδες τη λέξη «όραμα», που έχει χρησιμοποιηθεί πάρα πολύ σε αυτή την ιστορία, γιατί θεωρώ ότι την ώρα που συλλαμβάνονται πολιτικές ιδέες, την ώρα που ενεργοποιούνται και την ώρα που μετουσιώνονται σε πράξεις, δεν έχουμε διαδικασία τέχνης εις την οποία το όραμα ταιριάζει περισσότερο, αλλά έχουμε μια σκληρή διαδικασία -το οποίο δεν είμαι βέβαιος ότι το καταλαβαίνουν όλοι στην εποχή της εικόνας- μια σκληρή διαδικασία μετουσιώσεως μιας ιδέας, μιας σκέψης, ενός σχεδίου, σε πράξη. Και αυτό είναι ΠΟΛΙΤΙΚΗ με κεφαλαία γράμματα. Πράξη που παρά τις δυσκολίες ή τις αστοχίες μάς φέρνει σήμερα ενώπιον μιας κολοσσιαίας ευκαιρίας ως χώρα να αξιοποιήσουμε σωστά ό,τι μάς αναλογεί από τα 750 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και από τα 1,1 τρισ. ευρώ του πολυετούς προϋπολογισμού της Ε.Ε.
Συγχρόνως, η Ευρωπαϊκή Συνέλευση των πολιτών για το Μέλλον της Ευρώπης, που εξελίσσεται μέσα στο τρέχον έτος σε μια πρωτοφανή άσκηση πανευρωπαϊκής δημοκρατίας, μας καλεί να συγκαθορίσουμε τη μορφή του μελλοντικού αυτού εγχειρήματος, που θεωρώ πως κύριους στόχους πρέπει να έχει την προστασία του περιβάλλοντος με την Ευρώπη σημαιοφόρο και την κοινή άμυνα όλων των χωρών-μελών.
Είμαι συνεπώς ιδιαίτερα ευτυχής που βρίσκομαι σήμερα, ενώπιόν σας, στην Ειδική Συνεδρίαση της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη των εκδηλώσεων για τον εορτασμό των 40 χρόνων από την ένταξη της Ελλάδος στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), ένταξη που διαμόρφωσε ριζικά τη μοίρα του τόπου αναμορφώνοντας, μεταξύ άλλων, αφάνταστα τις υποδομές μας και κατέστησε τη χώρα μας αναπόσπαστο τμήμα του πιο προηγμένου μοντέλου δημοκρατίας και πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής οργανώσεως στον σύγχρονο κόσμο.
Η διαδικασία για την ένταξη στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα εκκίνησε, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, το 1961, με τη Συμφωνία Συνδέσεως Ελλάδος-ΕΟΚ. Και έρχομαι πάλι στις αρχικές λέξεις “σκέψη-σχέδιο-απόφαση”, γιατί τότε η Ευρώπη, η ΕΟΚ, οι Ευρωπαϊκές Κοινότητες, δεν είχαν το κύρος, το γόητρο και προφανώς τη διαδρομή που έχουν σήμερα, αλλά ήταν ένα εγχείρημα στο ξεκίνημά του. Παρόμοιο εγχείρημα ήταν τότε η Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών που δημιουργήθηκε το 1960, λίγα χρόνια μετά την ΕΟΚ, και ωστόσο η Πολιτεία τότε, η Ελλάδα, η κυβέρνηση υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, μεταξύ αυτών των δύο μηχανισμών ευρωπαϊκής ενοποίησης επέλεξε τον σωστό, αυτόν που μετά από 40 χρόνια σε σχέση με την ένταξή μας απέδειξε ότι άξιζε τον κόπο να ενωθεί η χώρα μαζί του. Ήταν μία επιλογή, μία διάκριση η οποία αποδεικνύει τη δύναμη των πολιτικών αποφάσεων πάνω στην ίδια τη ζωή και πάνω σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Και το λέω αυτό γιατί σήμερα υπάρχουν ερωτήματα για την πρωταρχία της πολιτικής σε σχέση με την οικονομία. Είδατε ότι τέτοιες εμβληματικές αποφάσεις σηματοδοτούν, για όσους διερωτώνται γι’ αυτή την προτεραιότητα, ότι αν θέλει η πολιτική μπορεί να επηρεάσει τα πάντα που περιέχονται στην ίδια μας τη ζωή.
Η διαδικασία λοιπόν για την ένταξη στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα ξεκίνησε το 1961, με τη Συμφωνία Συνδέσεως Ελλάδος-ΕΟΚ και από τότε προωθήθηκε από όλες τις δημοκρατικές κυβερνήσεις της χώρας. Τον Ιούλιο του 1976, έπειτα από παρέμβαση του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή ο οποίος, χάρη στο διορατικό του πνεύμα και την οξύνοια των πολιτικών επιλογών του, άσκησε την επιρροή του στις κυβερνήσεις των εννέα κρατών-μελών και ιδιαιτέρως στον Πρόεδρο της Γαλλίας Valery Giscard d’Estaing και τον Καγκελάριο της Γερμανίας Helmut Schmidt, με αποτέλεσμα την υπογραφή της Πράξεως Προσχωρήσεως στην Αθήνα, στο Ζάππειο Μέγαρο, τον Μάιο του 1979 και την κύρωσή της από τη Βουλή των Ελλήνων το ίδιο έτος. Ένας διανοούμενος της εποχής εκείνης περιέγραψε τη συμφωνία εκείνη στο Ζάππειο, τον Μάιο του ’79, ότι έγινε “κάτω από μια ευγενική αντιφεγγιά ενός αθάνατου αττικού ουρανού”. Και μου θυμίζει αυτός ο “αθάνατος ουρανός” κάτω από τον οποίο ελήφθη μια από τις σημαντικότερες, ίσως η πιο σημαντική μεταπολεμική πολιτική απόφαση της χώρας, την αντίθεση με τον “αβάσταχτο ουρανό” του Χατζηδάκη στην “Οδό Ονείρων”. Από τον “αβάσταχτο ουρανό” της Ψωροκώσταινας στον “αθάνατο ουρανό” της ένταξης της χώρας, βέβαια λογοτεχνική αδεία και όχι πολιτική αδεία.
Η πλήρης ένταξη έλαβε χώρα δύο χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα την 1η Ιανουαρίου του 1981. Έκτοτε, ξεκίνησε μία νέα εποχή στην ιστορία της Ελλάδας. Τα σύνορα της Ευρώπης διευρύνθηκαν και μαζί με αυτά διευρύνθηκαν και οι προοπτικές και οι ευκαιρίες για τη χώρα μας σε πολλαπλούς τομείς τόσο της καθημερινότητας όσο και της διεθνούς της παρουσίας.
Σήμερα, αισθάνομαι το χρέος να αποτίσω φόρο τιμής στους σκαπανείς της ευρωπαϊκής ιδέας, τον Robert Schuman και τον Jean Monnet. Χωρίς τις πρωτοποριακές τους ιδέες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και τις άοκνες επί τούτου προσπάθειές τους, ίσως σήμερα να μην είχαμε μια Ευρωπαϊκή Ένωση ισχυρή και πρωτοπόρο.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει ανάγκη να εξάρω τη σημασία της ευρωπαϊκής πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ενότητας και αλληλεγγύης. Εκείνο όμως που θα ήθελα να τονίσω ιδιαιτέρως είναι ότι για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία δημιουργήθηκε μια τόσο μεγάλη κοινότητα εθνών που βασίζεται στην ελεύθερη συγκατάθεση, στην ομόθυμη συνεργασία, στον αμοιβαίο σεβασμό και στην αλληλεγγύη. Μην ξεχνάμε ότι σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση απαριθμεί 27 κράτη-μέλη, 27 διαφορετικές κρατικές οντότητες, η κάθε μία με τη δική της εθνική προσωπικότητα, τη δική της ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Η Ελλάδα, καλωσορίζοντας τη συλλογική προσπάθεια για την οικοδόμηση και την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού ιδεώδους, η οποία βασίζεται στις αξίες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου και της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διατηρεί την εθνική της ταυτότητα, προάγει τον πολιτισμό της και εφαρμόζει τις αρχές που διέπουν το διεθνές δίκαιο στην άσκηση της εξωτερικής της πολιτικής.
Είναι αδιαμφισβήτητο, κυρίες και κύριοι, ότι διανύουμε τη μακρύτερη περίοδο ειρήνης, δημοκρατίας και ευημερίας που έχει γνωρίσει η χώρα μας, παρά τις κακουχίες της τελευταίας δεκαετίας. Κατανοούμε ότι η ενωμένη Ευρώπη αποτελεί όχι μόνο σταθμό στην παγκόσμια ιστορία, αλλά και αποφασιστικό παράγοντα ειρήνης τόσο στην περιοχή όσο και παγκοσμίως. Η Ελλάδα είναι, λόγω γεωγραφίας αλλά και ιστορικού ρόλου που έχει αποδεχθεί, ο ακρίτας των νοτιοανατολικών ευρωπαϊκών συνόρων, συνεισφέρει καθημερινά στην προάσπιση των συνόρων αυτών αλλά και των ευρωπαϊκών αξιών.
Με τη δημιουργία της ευρωπαϊκής οικογένειας, τυχόν ιστορικά μίση και αντιπαραθέσεις εξαλείφθηκαν, ή καλύτερα, για να είμαστε ρεαλιστές, περιορίστηκαν δραστικά. Σίγουρα, διαφορές υφίστανται μέχρι και σήμερα. Άλλωστε, δεν θα μπορούσαν να μην υπάρχουν. Είναι, όμως, αξιοσημείωτο ότι οι αντιπαραθέσεις και οι συγκρούσεις είναι μόνο πολιτικές. Επιλέγουμε να τις επιλύουμε γύρω από το τραπέζι των διαπραγματεύσεων και όχι με συγκρούσεις που παραπέμπουν σε άλλες εποχές που διήρκεσαν όμως τεράστια χρονικά διαστήματα και που η δική μας γενιά, σήμερα, δεν μπορεί ούτε να τις φανταστεί, αλλά στιγμάτισαν δεκάδες γενιές,
Σήμερα αντιμετωπίζουμε έναν διαφορετικό πόλεμο, απέναντι σε έναν αόρατο εχθρό, μια πανδημία που πρέπει να αντιμετωπιστεί με σύνεση, ενότητα και κοινωνική αλληλεγγύη. Στην ενωμένη Ευρώπη τα κράτη-μέλη εναρμονίστηκαν –παρά τις αρχικές αρρυθμίες– με συντονισμένες πολιτικές διαχειρίσεως, με ενιαία προμήθεια και διάθεση εμβολίων, με επιτυχία σε ζητήματα μεταφορών και διάθεσης υγειονομικού εξοπλισμού. Δεν θέλω να φανταστώ, παρά τα προβλήματα που έχουμε, πόσες καθυστερήσεις, ανταγωνισμοί και κόστος θα υπήρχαν, αν οι προσπάθειες αυτές είχαν γίνει από κάθε μία χώρα ξεχωριστά. Στην απαιτητική εποχή που ζούμε, στον αόρατο αυτό πόλεμο, η Ευρωπαϊκή Ένωση απαντά με σύγχρονα “όπλα”, με το Ταμείο Ανακάμψεως και διαθέτει μαζικά εμβόλια σε όλους τους Ευρωπαίους πολίτες. Έχουμε συνείδηση των δυσχερειών, παραμένουμε σε εγρήγορση και με τη συνεργασία των υπολοίπων κρατών-μελών θα ξεπεράσουμε τις δυσκολίες.
Εν κατακλείδι, κυρίες και κύριοι, φέτος εκτός από τους εορτασμούς για τα 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουμε τη χαρά, την τιμή και την υπερηφάνεια να εορτάζουμε και μια άλλη επέτειο, των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση. Την Επανάσταση που σύστησε το σύγχρονο ελληνικό κράτος, καθόρισε την ταυτότητά μας ως Ελλήνων και ως Ευρωπαίων. Θα μπορούσαν να είχαν φανταστεί οι επαναστατημένοι Έλληνες ότι 200 χρόνια μετά από τους αγώνες και τις θυσίες τους, η Ελλάδα θα αποτελούσε αναπόσπαστο μέλος της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας;
Θα μου επιτρέψετε να κλείσω με τα λόγια του Κωνσταντίνου Καραμανλή κατά την ομιλία του μετά το πέρας της υπογραφής της Συμφωνίας Εντάξεως της Ελλάδος στην τότε ΕΟΚ: «Ἔχομε τὴν ἀπόφαση νὰ εἴμαστε ὅλοι Εὐρωπαῖοι, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Churchill, καὶ ὅλοι Ἕλληνες, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Shelley. Γιατί, ὅπως ἔγραψε ὁ Ἰσοκράτης, Ἕλληνες δὲν εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ γεννήθηκαν στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ υἱοθέτησαν τὸ πνεῦμα τὸ ελληνικό.».
—
Η ομιλία έγινε στη συνεδρίαση της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων την Πέμπτη, 18 Φεβρουαρίου στην Αίθουσα Γερουσίας του Μεγάρου Βουλής