Στην τελική ευθεία έχει εισέλθει η διαδικασία για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, με το υπουργικό συμβούλιο να έχει καθοριστεί για τις 29 Απριλίου.
Στην τελική ευθεία έχει εισέλθει η διαδικασία για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, με το υπουργικό συμβούλιο –όπου θα παρουσιαστεί και θα εγκριθεί η τελική πρόταση του υπουργού Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη– να έχει καθοριστεί για τις 29 Απριλίου.
Η κυβέρνηση προτίθεται, σύμφωνα με πληροφορίες, να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια προκειμένου να έχει πλήρη εικόνα των διεθνών εξελίξεων που επηρεάζουν άμεσα και την πορεία της εγχώριας οικονομίας. Ήδη πάντως ο πρώτος κύκλος διαβουλεύσεων έχει κλείσει μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και των φορέων, με τις προτάσεις να κινούνται μεταξύ 2,7%-3,4% από την Τράπεζα της Ελλάδος και 18% από τη ΓΣΕΕ.
Στο ενδιάμεσο, οι εκπρόσωποι των εργοδοτών δέχονται μεν αυξήσεις, όμως σημαντικά μικρότερες σε σχέση με αυτές που αρχικά είχαν πέσει στο τραπέζι, μεταξύ 3% με 5%, καθώς το σοκ που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία και οι αλυσιδωτές αντιδράσεις στο επίπεδο των τιμών και του πληθωρισμού επανέφεραν στην επιφάνεια τη συζήτηση για την επίδραση στον πληθωρισμό μιας πιθανής σημαντικής αύξησης των μισθών.
Στο οπλοστάσιο των εργοδοτικών φορέων που δεν συζητούν υψηλές αυξήσεις βρίσκεται επίσης το επιχείρημα ότι μια μεγάλη αύξηση στα κατώτατα όρια θα προκαλέσει σπιράλ διαδοχικών αυξήσεων και θα υπονομεύσει την παραγωγικότητα. Παραμένει δε, στα αιτήματά τους, ο συνδυασμός της «λελογισμένης» αύξησης με παράλληλη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, προκειμένου να υπάρξει στήριξη των εισοδημάτων των εργαζομένων.
Από κυβερνητικούς κύκλους, πάντως, αφήνεται να εννοηθεί ότι ιδανικό για την παρούσα κατάσταση θα ήταν ο νέος κατώτατος μισθός που θα ισχύσει από την 1η Μαΐου, να έχει μπροστά το 7, να αγγίξει δηλαδή ή και να ξεπεράσει κατά τι τα 700 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε μια αύξηση κοντά στο 5,6%.
Η δύσκολη οικονομικοπολιτική συγκυρία, πάντως, δημιουργεί προβλήματα και στην υπογραφή της νέας κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας στις τράπεζες, με τη συζήτηση να έχει «κολλήσει» στον τομέα των οικονομικών. Ετσι, οι εκπρόσωποι των τραπεζοϋπαλλήλων διεκδικούν αυξήσεις, που σωρευτικά σε μια τριετία θα επαναφέρουν τους μισθούς στα επίπεδα του 2013 (+12,5%), ενώ οι εκπρόσωποι των τραπεζών, που προσήλθαν χθες στη διαπραγμάτευση με βελτιωμένη πρόταση, συζητούν αυξήσεις 4,75% σωρευτικά, για το διάστημα 2022-2024.
Σε επίπεδο πάντως διαδικασίας για τον κατώτατο μισθό, εκκρεμεί η υποβολή του οριστικού πορίσματος από το ΚΕΠΕ και την επιτροπή εμπειρογνωμόνων, στο οποίο θα περιλαμβάνονται και προτάσεις, προκειμένου την τελική απόφαση να λάβει ο υπουργός Εργασίας.
Μάλιστα ο κ. Χατζηδάκης, μιλώντας χθες στον ραδιοφωνικό σταθμό Παραπολιτικά, επεσήμανε ότι σε σχέση με πέρυσι που η κυβέρνηση κινήθηκε συγκρατημένα, σε μια αύξηση της τάξης του 2%, φέτος υπάρχει πίσω το 2021, με αύξηση του ΑΕΠ πάνω από 8%, το οποίο θα παίξει ρόλο στην τελική απόφαση. Για να συμπληρώσει, ότι ρόλο θα παίξει επίσης και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον που αφορά τους εργαζομένους –τους επηρεάζει αρνητικά–, αφορά όμως και την πλευρά την εργοδοτική, διότι αυξάνει το κόστος παραγωγής.
Στο υπουργείο Εργασίας, πάντως, στο αμέσως επόμενο διάστημα, εκτός από την αύξηση του κατώτατου μισθού σχεδιάζουν μια σειρά από μέτρα προκειμένου να στηριχθούν εργαζόμενοι και άνεργοι. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται, για παράδειγμα, η αύξηση των προγραμμάτων του ΟΑΕΔ για επιδότηση πρόσληψης ανέργων αλλά και η εισαγωγή (από τον Ιούνιο σταδιακά) της ψηφιακής κάρτας εργασίας, που εκτιμάται ότι θα αποτελέσει εγγύηση για τον σεβασμό του ωραρίου και των υπερωριών των εργαζομένων.
*πηγή Καθημερινή