Πρόσθετη ρευστότητα στις επιχειρήσεις που το 2020 είδαν σημαντική μείωση του τζίρου τους παρέχουν οι βελτιώσεις που ανακοίνωσε η Κυβέρνηση
Πρόσθετη ρευστότητα στις επιχειρήσεις που το 2020 είδαν σημαντική μείωση του τζίρου τους παρέχουν οι βελτιώσεις που ανακοίνωσε η Κυβέρνηση για τους τρεις πρώτους κύκλους της Επιστρεπτέας Προκαταβολής σε συνδυασμό με την έναρξη του 7ου κύκλου τον Απρίλιο. Αυξήσεις στο ποσοστό του ποσού που δεν θα επιστραφεί αλλά και στον αριθμό των δόσεων είναι μερικές από τις βασικές βελτιώσεις.
Ειδικότερα, όσες επιχειρήσεις έχουν λάβει χρηματοδοτική ενίσχυση μέσω του 1ου, 2ου και 3ου κύκλου της Επιστρεπτέας Προκαταβολής έχουν τη δυνατότητα να μην επιστρέψουν :
– το 30% της ενίσχυσης εφόσον έχουν μείωση τζίρου τουλάχιστον 15% το 2020 σε σχέση με το 2019
– το 50% της ενίσχυσης όταν η μείωση του τζίρου είναι μεγαλύτερη από 30%. Το ίδιο ισχύει και για επιχειρήσεις που έκαναν έναρξη εργασιών μετά την 1/1/2018 ή άνοιξαν υποκαταστήματα από την 1/10/2019 έως 31/12/2020, ανεξάρτητα όμως από τη πτώση τζίρου.
– Το 40% ανεξαρτήτως τζίρου για τις επιχειρήσεις με περισσότερους από 20 εργαζόμενους, εκτός αν τηρούν τα κριτήρια όπου εντάσσονται στο ευνοϊκότερο καθεστώς όπου δεν επιστρέφουν το 50%.
Σε όλες τις περιπτώσεις θα πρέπει οι επιχειρήσεις να διατηρούν τις θέσεις εργασίας όπως προβλέπονταν σε κάθε κύκλο Επιστρεπτέας Προκαταβολής.
Ειδικά οι επιχειρήσεις με εργαζόμενους που είδαν το τζίρο τους να μειώνεται κατά τουλάχιστον 30% το 2020 και έλαβαν ενίσχυση μέσω των 3 πρώτων κύκλων της Επιστρεπτέας Προκαταβολής, έχουν τις εξής τρεις επιλογές :
– Να πληρώσουν εφάπαξ φέτος το 50% της επιστρεπτέας που έλαβαν κερδίζοντας επιπλέον έκπτωση 15%
– Να ξεκινήσουν να αποπληρώνουν σε 60 μηνιαίες δόσεις το 50% της ενίσχυσης που έλαβαν αρχής γενομένης από τον Ιανουάριο του 2022
– Να λάβουν το 35% του συνολικού ποσού των Επιστρεπτέων 1 έως 3 ως πιστωτικό φέτος. Το ποσό αυτό θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή μελλοντικών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Στην περίπτωση αυτή όμως θα πρέπει να αποπληρώσουν το 100% της ενίσχυσης που έλαβαν σε 60 μηνιαίες δόσεις από 31/1/2022.
Για παράδειγμα, επιχείρηση έχει λάβει ενίσχυση 10.000 ευρώ έχει τις εξής επιλογές :
– Να αποπληρώσει εφάπαξ φέτος το 50% του ποσού, δηλαδή 5.000 ευρώ, κερδίζοντας μάλιστα επιπλέον έκπτωση 15%. Δηλαδή θα πρέπει να καταβάλει 4.250 ευρώ
– Να αρχίσει να αποπληρώνει σε 60 μηνιαίες δόσεις τα 5.000 ευρώ που πρέπει να επιστρέψει στο Κράτος από τις 31/1/2022 έως 31/1/2027
– Να λάβει πιστωτικό ύψους 3.500 ευρώ φέτος για να καλύψει την πληρωμή φορολογικών και ασφαλιστικών οφειλών. Κατόπιν στις 31/1/2022 θα πρέπει να υπολογίσει ότι θα κληθεί να πληρώνει σταδιακά σε 60 δόσεις, το σύνολο της ενίσχυσης που έλαβε δηλαδή και τα 10.000 ευρώ.
Τον Απρίλιο η επιστρεπτέα προκαταβολή 7
Η πτώση του τζίρου Ιανουαρίου – Μαρτίου 2021 αναμένεται να αποτελέσει το βασικό κριτήριο για τον καθορισμό των τελικών δικαιούχων της Επιστρεπτέας Προκαταβολής 7. Η πλατφόρμα για την υποβολή των αιτήσεων εκδήλωσης ενδιαφέροντος αναμένεται να ανοίξει τον Απρίλιο.
Το 50% της ενίσχυσης θα είναι μη επιστρεπτέο, υπό τον όρο διατήρησης του αριθμού των εργαζομένων έως το τέλος Αυγούστου, ενώ το υπόλοιπο 50% θα επιστραφεί επίσης σε 60 δόσεις από τον Ιανουάριο του 2022.
Δικαίωμα συμμετοχής θα έχουν όλες οι επιχειρήσεις, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
– παρουσιάζουν μείωση τζίρου 20% την περίοδο Ιανουάριος-Μάρτιος 2021, σε σχέση με την περίοδο αναφοράς. Η περίοδος αναφοράς θα είναι το πρώτο τρίμηνο του 2020 με την κατάλληλη προσαρμογή, ώστε να ληφθεί υπόψη ότι μέρος του μηνός Μαρτίου 2020 υπήρχαν περιοριστικά μέτρα. Οι λεπτομέρειες θα καθοριστούν με την έκδοση σχετικής υπουργικής απόφασης.
– έχουν ελάχιστο τζίρο αναφοράς 600 ευρώ (που αντιστοιχεί σε 3 μήνες).
– Οι επιχειρήσεις που έχουν κάνει έναρξη εργασιών πριν την 1η Ιανουαρίου 2018 και δεν άνοιξαν υποκατάστημα από την 1η Οκτωβρίου 2019 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2020, θα πρέπει να μην έχουν αύξηση τζίρου το 2020 σε σχέση με το 2019. Ο συγκεκριμένος όρος, που εισήχθη για πρώτη φορά στην Επιστρεπτέα 6, κρίθηκε απαραίτητος, ώστε να διανεμηθούν οι πεπερασμένοι πόροι δίκαια και στοχευμένα σε όσους πλήττονται περισσότερο και για μεγαλύτερη διάρκεια. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος όρος δεν θα ισχύσει για τις επιχειρήσεις στις οποίες έχουν υποβληθεί περιοριστικά μέτρα και πλήττονται άμεσα, βάσει ΚΑΔ (σε αυτές συμπεριλαμβάνεται το λιανεμπόριο, η εστίαση, ο τουρισμός, ο αθλητισμός, ο πολιτισμός, οι μεταφορές, τα γυμναστήρια, τα κομμωτήρια, τα καταστήματα ΟΠΑΠ, οι σχολές οδηγών και λοιποί κλάδοι για τους οποίους ισχύουν περιοριστικά μέτρα σήμερα).
– Δυνατότητα συμμετοχής έχουν και οι νέες επιχειρήσεις στους άμεσα πληττόμενους κλάδους που έκαναν έναρξη εργασιών από τον Δεκέμβριο 2019 έως και τον Ιανουάριο 2021 και οι οποίες έχουν αποκλειστεί σε κάποιον από τους δύο προηγούμενους κύκλους της Επιστρεπτέας. Αυτές οι επιχειρήσεις θα είναι επιλέξιμες, ανεξαρτήτως τζίρου.
– το ύψος της ενίσχυσης για τις ατομικές επιχειρήσεις χωρίς εργαζόμενους και χωρίς ταμειακή που πληρούν τα κριτήρια θα είναι ίσο με 1.000 ευρώ.
– Το ύψος ενίσχυσης για τα νομικά πρόσωπα και τις λοιπές ατομικές επιχειρήσεις, θα είναι κατ’ ελάχιστο 1.000 ευρώ και μπορεί να φτάσει έως τις 100.000 ευρώ, ανάλογα με το ποσό που προκύπτει από τον μαθηματικό τύπο.
– θα υπάρχουν αυξημένα κατώτατα όρια για επιχειρήσεις στις οποίες έχουν επιβληθεί περιοριστικά μέτρα και πλήττονται άμεσα (οι οποίες αναφέρθηκαν ανωτέρω, συμπεριλαμβανομένου του λιανεμπορίου), 1.000 ευρώ χωρίς εργαζομένους, 2.000 ευρώ με έως 5 εργαζόμενους, 4.000 ευρώ με έως 20 εργαζόμενους και 8.000 ευρώ για άνω των 20 εργαζομένων.
Σημειώνεται ότι για το τελικό ποσό της ενίσχυσης θα συνυπολογιστεί και το ποσό που μπορεί να έλαβαν οι δικαιούχοι μέσω της Επιστρεπτέας Προκαταβολής 6. «Στόχος είναι να καλυφθούν συνολικά για το τρίμηνο και όσοι δεν κατάφεραν να μπουν στην Επιστρεπτέα 6, επειδή ενδεχομένως δεν παρουσίαζαν επαρκή μείωση εσόδων τον συγκεκριμένο μήνα, καθώς θυμίζουμε ότι το λιανεμπόριο ήταν για μέρος του Ιανουαρίου ανοικτό» τόνισε ο γενικός γραμματέας δημοσιονομικής πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών κ. Θάνος Πετραλιάς.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών, ο αριθμός των επιχειρήσεων που θα μπορέσουν να ωφεληθούν ανέρχεται σε 300.000 με περισσότερους από 600.000 εργαζόμενους.