Η οργανωμένη φροντιστηριακή εκπαίδευση τέθηκε στο επίκεντρο της έρευνας του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΚΑΝΕΠ/ΓΣΕΕ), με τίτλο «Οργανωμένη φροντιστηριακή εκπαίδευση στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση: ερευνητικά ευρήματα μιας πρώτης ποσοτικής και ποιοτικής προσέγγισης».
Τα βασικά ευρήματα είναι τα ακόλουθα:
Τα ελληνικά νοικοκυριά το 2023 δαπάνησαν συνολικά σχεδόν 614 εκατ. ευρώ για φροντιστήρια γενικής εκπαίδευσης. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 16,2% των δαπανών τους για αγαθά και υπηρεσίες εκπαίδευσης και στο 0,7% της συνολικής καταναλωτικής δαπάνης τους. Η δαπάνη αυτή, ενώ, από το 2013 έως το 2020, παρουσιάζει μια φθίνουσα πορεία, την τελευταία διετία (2021-2023) καταγράφει μια απότομη αύξηση της τάξης του 36% (σε σταθερές-αποπληθωρισμένες τιμές).
Το 4,2% των δαπανών για φροντιστήρια γενικής εκπαίδευσης αφορά στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Η δαπάνη αυτή έχει 4πλασιαστεί: από 5,9 εκατ. ευρώ το 2013 έχει ανέλθει σε 26,1 εκατ. ευρώ το 2023, γεγονός που αποδίδεται στην ανάπτυξη των Κέντρων Μελέτης τα τελευταία χρόνια.
Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση απορροφά τη συντριπτική πλειονότητα των δαπανών για φροντιστήρια (94,6%), φτάνοντας στα 580,9 εκατ. ευρώ. Με βάση την έρευνα, αυτή η κατανομή αντανακλά φυσικά την αυξημένη ζήτηση για υποστήριξη μαθητών στην κρίσιμη βαθμίδα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπου λαμβάνει χώρα η προετοιμασία για τις πανελλαδικές εξετάσεις. Αν και η συγκεκριμένη δαπάνη παρουσίαζε πτωτική τάση έως το 2020, την τελευταία διετία (2021-2023) αυξήθηκε κι αυτή σημαντικά (+35,5%).
Οι δαπάνες για φροντιστήρια τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ανέρχονται σε 7,2 εκατ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 1,2% των συνολικών δαπανών για φροντιστήρια. Παρά τις μικρές διακυμάνσεις, παραμένουν σε σχετικά σταθερά περίπου επίπεδα καθ’ όλη τη δεκαετία.
Δημογραφικοί και κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες διαφοροποίησης των δαπανών
Η επίδραση της αστικότητας είναι έντονη. Τα νοικοκυριά στις αστικές περιοχές δαπανούν περισσότερα χρήματα για φροντιστήρια σε σύγκριση με τα νοικοκυριά σε αγροτικές περιοχές, ενώ η διαφορά μεταξύ τους έχει διευρυνθεί μέσα στην τελευταία δεκαετία. Οι περιφερειακές ανισότητες είναι επίσης σημαντικές και έχουν διευρυνθεί σημαντικά μέσα στη δεκαετία.
Όπως σημειώνεται στην έρευνα, το εισόδημα του νοικοκυριού αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα διαφοροποίησης. Τα νοικοκυριά με υψηλότερα εισοδήματα δαπανούν σημαντικά μεγαλύτερο μέρος της καταναλωτικής τους δαπάνης για φροντιστήρια, ενώ η πρόσβαση στις υπηρεσίες αυτές γίνεται δυσκολότερη για νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος.
Χαρακτηριστικό του εύρους της ανισότητας είναι πως η δαπάνη για φροντιστήρια ως ποσοστό της καταναλωτικής δαπάνης των τριών υψηλότερων εισοδηματικών κατηγοριών είναι 3,5 φορές υψηλότερη της δαπάνης των τριών χαμηλότερων κατηγοριών, ενώ η «ψαλίδα» μεταξύ τους έχει διευρυνθεί μέσα στην τελευταία δεκαετία.
Η θέση στο επάγγελμα του υπεύθυνου του νοικοκυριού επηρεάζει τις δαπάνες. Κοιτάζοντας το μερίδιο που καταλαμβάνουν οι δαπάνες αυτές στο σύνολο του οικογενειακού προϋπολογισμού, φαίνεται να επιβαρύνονται περισσότερο οι βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση (1,3%) και οι μισθωτοί (1,1%) και σημαντικά λιγότερο οι αυτοαπασχολούμενοι με μισθωτούς (0,9%) ή χωρίς μισθωτούς (0,8%).
Συγκεκριμένα, ως προς το επάγγελμα του υπεύθυνου του νοικοκυριού, το 2023 οι έμποροι/πωλητές, αλλά και οι υπάλληλοι γραφείου, καταγράφουν τις υψηλότερες δαπάνες, ξεπερνώντας ακόμα και τις πλέον ευκατάστατες επαγγελματικές ομάδες (διευθύνοντα ή ανώτερα διοικητικά στελέχη ή επιστήμονες κλπ). Αυτό ενδέχεται να οφείλεται στη στροφή των υψηλότερων επαγγελματικών κατηγοριών προς ιδιαίτερα μαθήματα αντί για οργανωμένες φροντιστηριακές δομές.
Στον αντίποδα βρίσκονται κατηγορίες με χαμηλότερα εισοδήματα, όπως οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι και οι εργάτες στην γεωργία, οι οποίοι δαπανούν και χαμηλότερα ποσά για φροντιστήρια.
Οι δαπάνες για φροντιστήρια τείνουν να αυξάνονται, όσο μεγαλώνει το νοικοκυριό, ενώ η οικογενειακή σύνθεση παίζει καθοριστικό ρόλο.
Γενικά, τα νοικοκυριά με 2 παιδιά και άνω έως και 16 ετών καταγράφουν τις υψηλότερες δαπάνες για φροντιστήρια. Παρατηρείται ότι τα ζευγάρια με δύο παιδιά έως 16 ετών δαπανούν σημαντικά περισσότερα για φροντιστήρια από τις τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες, παρότι το αναμενόμενο θα ήταν η δαπάνη να αυξάνεται με το πλήθος των παιδιών. Αυτό ενδέχεται να οφείλεται στο ότι οι τρίτεκνες και πολύτεκνες οικογένειες επιβαρύνονται με περισσότερα ανελαστικά έξοδα, γεγονός που περιορίζει τις δυνατότητές τους να επενδύσουν σε φροντιστήρια στον ίδιο βαθμό με τις μικρότερες οικογένειες. Οι μονογονεϊκές οικογένειες με παιδιά έως 16 ετών επιβαρύνονται ιδιαίτερα ως ποσοστό του συνολικού τους προϋπολογισμού με 1,1%, όταν το αντίστοιχο των οικογενειών με ζευγάρι και παιδιά έως 16 ετών κυμαίνεται από 0,6% (με 1 παιδί) έως 1,2% (με 2 παιδιά).
Τέλος, οι δαπάνες είναι υψηλότερες στα νοικοκυριά με υπεύθυνους στις ηλικιακές ομάδες 35-64 ετών και ιδίως 45-54 ετών, γεγονός που είναι αναμενόμενο, καθώς αυτές οι ηλικιακές ομάδες είναι πιθανότερο να έχουν παιδιά σε σχολική ηλικία που χρειάζονται μεγαλύτερη εκπαιδευτική υποστήριξη.
Ποιες είναι οι απόψεις γονέων και μαθητών για τα φροντιστήρια;
Οι απόψεις το γονέων και των νέων για τον κύριο ρόλο των φροντιστηρίων σχεδόν ταυτίζονται, με έναν στους τρεις να θεωρεί πως ο κύριος ρόλος των φροντιστηρίων γενικής παιδείας στη χώρα μας είναι να καλύπτουν την αδυναμία του σχολείου να βοηθήσει τα παιδιά για τις πανελλήνιες εξετάσεις ή να διδάξει με επάρκεια τα μαθήματα γενικής παιδείας. Το 39% των γονέων και το 37% των νέων θεωρούν τα φροντιστήρια ως συμπληρωματικά προς το σχολείο. Οι γονείς και οι νέοι συμφωνούν ότι τα φροντιστήρια βοηθούν στην προετοιμασία για τις πανελλαδικές εξετάσεις, με το 74% των γονέων και το 68% των νέων να το υποστηρίζουν. Εξαιρετικά ενδιαφέρον (και πηγή προβληματισμού) είναι το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό θεωρεί πως το φροντιστήριο υποκαθιστά το σχολείο (1 στους 5 γονείς και 1 στους 4 νέους).
Η έρευνα αποκαλύπτει την σκληρή εργασιακή πραγματικότητα των εκπαιδευτικών που εργάζονται σε φροντιστήρια γενικής παιδείας (Φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης και Κέντρα Μελέτης). Οι εκπαιδευτικοί καλούνται να ανταπεξέλθουν σε συνθήκες χαμηλών αποδοχών και πιεστικών απαιτήσεων, με ωράρια εξαντλητικά που ξεπερνούν μάλιστα τις αμειβόμενες ώρες διδασκαλίας, καθώς η προετοιμασία του μαθήματος παραμένει μη αμειβόμενη εργασία.
Παράλληλα, εντοπίζονται σοβαρά ζητήματα αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, καθώς και παραβιάσεις βασικών εργασιακών δικαιωμάτων, όπως η μη καταβολή δώρων και επιδομάτων.
Η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και οι ελλιπείς έλεγχοι επιτρέπουν τη διατήρηση αυτών των συνθηκών, ενώ η εύκολη αντικατάσταση των εκπαιδευτικών από νεότερους συναδέλφους με χαμηλότερες αποδοχές εντείνει την επισφάλεια στον κλάδο.
Η έρευνα αναδεικνύει, επίσης, βασικούς άξονες βελτίωσης των εργασιακών συνθηκών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, καλύτερες αμοιβές και αποζημίωση της εργασίας που πραγματοποιείται εκτός της αίθουσας διδασκαλίας, συνεχόμενο ωράριο εργασίας, ενίσχυση της κρατικής εποπτείας και επαναφορά συλλογικών διαπραγματεύσεων.