Ξεπεράστηκαν οι προσδοκίες της τοπικής κοινωνίας, σύμφωνα με τον Δήμαρχο Πωγωνίου
Ευοίωνο προβλέπεται το μέλλον της Μεταλλουργικής Βιομηχανίας στο Κεφαλόβρυσο του Δήμου Πωγωνίου η οποία, αφού αποτράπηκε το κλείσιμό της, έχει αντικαταστήσει σχεδόν το σύνολο του εξοπλισμού της και έχει θέσει τις βάσεις για την ενίσχυση της εταιρείας. Μάλιστα, τηρώντας την υπόσχεσή της, προσέλαβε κυρίως μόνιμους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής.
Ο Δήμαρχος Πωγωνίου Κώστας Καψάλης, στο περιθώριο των εκδηλώσεων για την ημέρα μνήμης στο Κεφαλόβρυσο, αναφέρθηκε στις εξελίξεις που αφορούν τη Μεταλλουργική, στεκόμενος στις θετικές προοπτικές που έχουν δημιουργηθεί. Ανέφερε ακόμη πως έχει συναντηθεί με στελέχη της εταιρείας και πως η παρουσία ενός τόσο μεγάλου ομίλου στη Μεταλλουργική, συνιστά πολύ καλό οιωνό για τα μελλοντικά βήματά της. Σημειώνεται πως η νέα ιδιοκτησία της βιομηχανίας είναι θυγατρική της Elval Halcor.
«Η πορεία είναι θετικότατη και θα έλεγα μάλιστα και πέραν των προσδοκιών που υπήρχαν στην αρχή. Έχουν δημιουργηθεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης για πολλά χρόνια με τις καλύτερες συνθήκες. Ήδη γνωρίζω, ότι έχει αναβαθμιστεί ο εξοπλισμός του εργοστασίου με επένδυση περίπου 3 εκ. ευρώ με ό,τι πιο σύγχρονο υπάρχει στον τομέα αυτό. Η λειτουργία του εργοστασίου παίζει τεράστιο ρόλο και για εθνικούς λόγους, στην εσχατιά της χώρας, δίπλα στα σύνορα με τη γειτονική Αλβανία και εκφράζουμε την ικανοποίησή μας γιατί τηρούνται οι αρχικές δεσμεύσεις της εταιρείας και στο επίπεδο των προσλήψεων των υπαλλήλων, που είναι κατά κύριο λόγο μόνιμοι κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής», τόνισε ο κ. Καψάλης.
Στην τελευταία τακτική γενική συνέλευση της εταιρείας οι μέτοχοι είχαν εγκρίνει το σχέδιο απόσχισης των περιουσιακών στοιχείων του υποκαταστήματος παραγωγής δισκίων κέρματος και δακτυλίων της εταιρείας σε νεοσυσταθείσα θυγατρική μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρεία. Στόχος της Μεταλλουργικής είναι να καλύψει ανάγκες παραγωγής κερμάτων μέχρι 5.000 τόνους ετησίως. Σήμερα η εταιρεία έχει δύο ενεργά συμβόλαια (Τράπεζα Ελλάδος και Τράπεζα Κύπρου) και η παραγωγική ικανότητά της δεν ξεπερνά τους 500 τόνους ετησίως.