Οι συστάσεις των ειδικών για πνευμονιόκοκκο και κοκκύτη
Στην αναπλήρωση του χαμένου εδάφους σε ό,τι αφορά τους εμβολιασμούς παιδιών, εφήβων και ενηλίκων στοχεύει με μήνυμά της η επιστημονική κοινότητα, υπέρ της αξίας των εμβολιασμών για την πρόληψη σοβαρών νοσημάτων.
Με την πανδημία να έχει διαταράξει τον εμβολιασμό ρουτίνας για νόσους όπως η ιλαρά, ο τέτανος και ο κοκκύτης και με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα Ανοσοποίησης 23 έως 29 Απριλίου, επιστημονικές εταιρείες και ειδικοί γιατροί υιοθετούν το σύνθημα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας «Τhe big Catch up» για την ανάγκη επαναφοράς των επιπέδων ανοσοποίησης –μέσω των εμβολίων– του πληθυσμού όλων των ηλικιών στα προ πανδημίας επίπεδα. Και όπως τόνισε σε χθεσινή εκδήλωση ο πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας, καθηγητής Πνευμονολογίας Στυλιανός Λουκίδης, παραφράζοντας την έκφραση για την τεχνική της χορήγησης εμβολίων, «είναι στο χέρι μας να προστατευτούμε».
Ο πρόεδρος της Ελληνικής Παιδιατρικής Εταιρείας Ανδρέας Κωνσταντόπουλος αναφέρθηκε στην επιτυχία των εμβολίων στο πέρασμα του χρόνου, αλλά και στις επιπτώσεις της πανδημίας στο εμβολιαστικό πρόγραμμα. Όπως είπε, συνέβαλαν στην πρόληψη και εξαφάνιση αρκετών λοιμωδών νοσημάτων και χάρη σε αυτά οι νέοι παιδίατροι δεν έχουν δει νοσήματα όπως η πολιομυελίτιδα, ο τέτανος και η διφθερίτιδα. Λόγω των εμβολίων κάθε χρόνο σε παγκόσμιο επίπεδο αποτρέπονται περίπου 6.000.000 θάνατοι παιδιών και αντίστοιχα αποφεύγονται 750.000 αναπηρίες παιδιών. «Αυτό έως το 2020», διευκρίνισε και πρόσθεσε, «το 2021 λόγω των περιορισμών της πανδημίας, η UNICEF υπολόγισε ότι 25.000.000 παιδιά έχασαν τον βασικό εμβολιασμό τους καθώς και επανεμβολιασμούς. Την ίδια χρονιά στην Ευρώπη, σύμφωνα με τα στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, 1.200.000 παιδιά δεν εμβολιάστηκαν έναντι της ιλαράς».
Το πρόβλημα στους εφήβους
Αναφερόμενος σε ελληνικά στοιχεία ο κ. Κωνσταντόπουλος επεσήμανε ότι κατά το δεύτερο lockdown το 2021 καταγράφηκε μείωση των εμβολιασμών στα παιδιά έως πέντε ετών κατά 60% και στους εφήβους κατά 95%, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο προ της πανδημίας. Η εικόνα ήταν σαφώς καλύτερη σε επόμενα lockdowns, όταν η μείωση περιορίστηκε στο 20% και στις δύο ηλικιακές ομάδες, ενώ σήμερα το πρόβλημα στη χώρα μας παραμένει κυρίως στους εφήβους, αφού στα παιδιά οι εμβολιασμοί φαίνεται να έχουν επιστρέψει σε μία «κανονικότητα».
«Ο εμβολιασμός αποτελεί την πιο επιτυχή ιατρική παρέμβαση για τη δημόσια υγεία. Είναι από τις κύριες αιτίες αύξησης του προσδόκιμου ζωής, κάποια προφυλάσσουν και από κακοήθειες, προστατεύουν όσους δεν έχουν εύκολη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας αλλά και αυτούς που δεν μπορούν να εμβολιαστούν δημιουργώντας μία “ομπρέλα” προστασίας από εμβολιασμένους γύρω τους», τόνισε ο καθηγητής Παιδιατρικής – Λοιμωξιολογίας ΕΚΠΑ, εκπρόσωπος της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων Αθανάσιος Μίχος. Και πρόσθεσε, «ως Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων θα θέλαμε να τονίσουμε τη σημασία του εμβολιασμού, όχι μόνο για τα βρέφη, τα παιδιά και τους εφήβους, αλλά και για τους ενήλικες και να προτρέψουμε τους πολίτες σε συνεννόηση με τον γιατρό τους να πραγματοποιήσουν τα εμβόλια που έχουν χάσει ή έχουν αναβάλει».
Στα εμβόλια που πρέπει να κάνουν οι ενήλικες και ειδικά τα άτομα με αναπνευστικά νοσήματα αναφέρθηκε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ Παρασκευή Κατσαούνου. Σε αυτά περιλαμβάνονται το νέο εμβόλιο για τον πνευμονιόκοκκο το οποίο θα πρέπει να γίνει και από ενήλικες που δεν το έχουν κάνει καθόλου, αλλά και από όσους έχουν ήδη εμβολιαστεί (πέντε χρόνια μετά τον πλήρη εμβολιασμό με τη λογική της ενισχυτικής δόσης). Επίσης, συστήνεται ο επανεμβολιασμός των ενηλίκων έναντι του κοκκύτη –κάτι που στην Ελλάδα, όπως ανέφερε η κ. Κατσαούνου είναι ανύπαρκτο–, ειδικά σε ενήλικες με υποκείμενα νοσήματα.
Σε πλαίσιο ετήσιου εμβολιασμού δεν αποκλείεται να τεθούν και τα εμβόλια έναντι της COVID-19 κυρίως για τις ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Η δε εμπειρία από τη χορήγηση της αντιιικής αγωγής σε 20.000 Ελληνες ασθενείς με COVID-19 κατέδειξε τον εμβολιασμό έναντι της νόσου ως έναν παράγοντα «επιτυχίας» της θεραπείας. Οπως ανέφερε ο κ. Λουκίδης, η εμπειρία έδειξε μείωση κατά 70% των εισαγωγών σε νοσοκομεία, των διασωληνώσεων και της θνητότητας, μεταξύ των ασθενών με COVID-19 που είχαν λάβει την αγωγή συγκριτικά με ασθενείς που δεν πήραν αντιιικά. Φάνηκε ότι τα καλύτερα αποτελέσματα είχαν οι ασθενείς που έλαβαν πιστά τη θεραπευτική αγωγή αλλά και όσοι είχαν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό έναντι της COVID-19.