Μια περιήγηση στον τόπο και τον χρόνο μιας κορυφαίας στιγμής του έπους του ’40
Γράφει ο Χαράλαμπος Χαρίσης (μνήμη Παναγιώτη Χαρίση, έπεσε στην μάχη της Γκραμπάλας)
Η επιτυχής απώθηση των Ιταλών στο Καλπάκι της Ηπείρου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην νικηφόρα μάχη της Γκραμπάλας, μία από τις πλέον θρυλικές μάχες του έπους του ΄40.
Το όρος Γκραμπάλα βρίσκεται βορειοανατολικά του Καλπακίου ενώ στους πρόποδές του, προς βορρά, βρίσκεται το χωριό Αρίστη Ζαγορίου. Η υψηλότερη κορυφή του (η βορεινή) ονομάζεται όπως και το όρος, Γκραμπάλα (1201μ.). Νότια αυτής, σε απόσταση 200 μέτρων, υπάρχει πλάτωμα που στις διάφορες περιγραφές της μάχης της Γκραμπάλας, ονομάζεται «νότιο ύψωμα». Η νότια κορυφή του όρους είναι ακόμα νοτιότερα και ονομάζεται Ψηλοράχη (1090μ.). Για λόγους διάκρισης του «νότιου υψώματος» από την νότια κορυφή (Ψηλοράχη), το «νότιο ύψωμα» θα το ονομάζουμε από εδώ και στο εξής «πλάτωμα». Ανατολικά του όρους της Γκραμπάλας βρίσκεται το όρος Κόζακος (1255μ.), στα ριζά του οποίου διέρχεται ο σημερινός δρόμος προς Αρίστη (δεν υπήρχε την εποχή της μάχης), και νοτιοανατολικά του Κόζακου βρίσκεται το όρος Σουρεμάδια με υψόμετρο 1318μ. Μια μικρή κοιλάδα χωρίζει στα νότια την Ψηλοράχη από το ύψωμα Στυλιάνα (1037μ.). Νότια από τα Στυλιάνα υπάρχει το όρος Ασόνιτσα (υψόμετρο 1060μ.). Πολύ συχνά, στις διάφορες περιγραφές των μαχών της Γκραμπάλας το όρος Ασόνιτσα συγχέεται – ταυτίζεται με την Ψηλοράχη. Λάθη υπάρχουν και στον χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, όπως και στον αγγλικό χάρτη του υπουργείου πολέμου του 1944. Αλλά εν αντιθέσει με την Ψηλοράχη, ποτέ δεν έγιναν μάχες στην Ασόνιτσα. Αυτό το λάθος το διαλευκάναμε με την βοήθεια των αξιόπιστων πληροφοριών του βιβλίου «Τα δύο ΟΧΙ» του Κ. Πανταζή (ο διοικητής του τάγματος ΙΙΙ) 15 που πρωτοστάτησε την Γκραμπάλα) αλλά και με την βοήθεια των υψομετρικών ενδείξεων από τον χάρτη Google Earth και με επιτόπια επιθεώρηση. Το ότι τα τοπωνύμια Γκραμπάλα και Ψηλοράχη ανήκουν στο ίδιο βουνό προκύπτει εξάλλου κι από το γεγονός ότι αποτελούν στην πραγματικότητα το ίδιο και το αυτό όνομα εκφρασμένο όμως σε δύο διαφορετικές γλώσσες. Το όνομα Γκραμπάλα, θεωρούμε, είναι σλαβικό και προέρχεται από την λέξη grăb που σημαίνει «ράχη» και την μεγεθυντική κατάληξη -ala, σημαίνει δηλαδή «μεγάλη ή ψηλή ράχη», ό,τι δηλαδή και το ελληνικό τοπωνύμιο Ψηλοράχη που διατηρήθηκε παράλληλα με το σλαβικό αλλά «απωθήθηκε» στο νότιο άκρο του βουνού.
Οι ελληνικές δυνάμεις ήταν διατεταγμένες στην Γκραμπάλα, στην Ψηλοράχη, στα Στυλιάνα, στον Κόζακο, στα Σουρεμάδια και στην Ασόνιτσα αποτελώντας το ανατολικό σκέλος του πετάλου που σχημάτιζε η διάταξη των ελληνικών δυνάμεων στο Καλπάκι. Οι ιταλικές δυνάμεις ήταν στην κοιλάδα Καλπακίου και γύρω από το Μεσοβούνι.
Από την 1 ως τις 8 Νοεμβρίου του 1940, πολεμικές ιαχές και ήχοι θρυμματιζόμενου μετάλλου ακουγόταν ασταμάτητα στις κορυφές της Γκραμπάλας. Σκληρές μάχες διεξήχθησαν μεταξύ των δύο ιταλικών συνταγμάτων (2.000 άνδρες) ενισχυμένων με δύο τάγματα (600 άνδρες) και υποστηριζόμενων από 56 πυροβόλα και εναέριους βομβαρδισμούς και ενός μόλις ελληνικού τάγματος που είχε όμως το πλεονέκτημα της φυσικής οχύρωσης σε μια δύσκολα προσπελάσιμη κορυφή, κυρίως από την δυτική πλευρά του βουνού από όπου και επιχειρούσαν οι Ιταλοί. Οι συνθήκες διεξαγωγής των μαχών εξαιρετικά δύσκολες, υπό δυνατή χιονοθύελλα.
Την 1 Νοεμβρίου, από τις 7 το πρωί μέχρι το απόγευμα, το ιταλικό πυροβολικό άρχισαν καταιγιστικά πυρά κατά της Γκραμπάλας και Ψηλοράχης αλλά με ανεπαίσθητες ζημιές στις ελληνικές δυνάμεις. Σύμφωνα με μαρτυρίες των Ελλήνων στρατιωτών το 70% των ιταλικών οβίδων δεν έσκαγαν!
Τα ξημερώματα της 2ης Νοεμβρίου μετά από νέα υποστηρικτικά πυρά του πυροβολικού, ιταλικά στρατεύματα πεζικού επιχείρησαν να καταλάβουν την Γκραμπάλα και την Ψηλοράχη αλλά καθηλώθηκαν από το ελληνικό πυροβολικό και τα οπλοπολυβόλα. Η επίθεση επαναλήφθηκε στις 3 το απόγευμα από δύο λόχους των Ιταλών που προσπάθησαν να ανέβουν από την απότομη δυτική πλευρά της Γκραμπάλας. Ο ένας λόχος που πήγε προς την Ψηλοράχη, αναχαιτίστηκε αλλά ο δεύτερος λόχος που αποτελούνταν από Αλβανούς εθελοντές κατάφερε να ανέβει στο πλάτωμα («νότιο ύψωμα») της Γκραμπάλας που ήταν απροστάτευτο και άρχισε να βάλει εναντίων το ελληνικού λόχου της βόρειας κορυφής ο οποίος υποχρεώθηκε να διαφύγει στον Κόζακο. Η βόρεια κορυφή πέρασε στα χέρια των Ιταλών. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη, αν χανόταν η Γκραμπάλα οι συνέπειες θα ήταν καταστροφικές. Την νύχτα, μια δυνατή χιονοθύελλα έβαλε τέλος σε κάθε σκέψη για αντεπίθεση. Οι Έλληνες ανασυντάχθηκαν κατά μήκος της γραμμής Ψηλοράχη, Στυλιάνα, Κόζακος και ενισχύθηκαν με 150 άνδρες.
Η αντεπίθεση των Ελλήνων άρχισε την αυγή της 3ης Νοεμβρίου, με σημείο εκκίνησης την Ψηλοράχη. Οι Ιταλοί που είχαν οχυρωθεί στην (βόρεια) κορυφή Γκραμπάλα αιφνιδιάστηκαν και υποχώρησαν έχοντας μεγάλες απώλειες. Η ανακατάληψη κράτησε λιγότερο από μία ώρα. Οι Έλληνες αυτή την φορά, εκτός από την Γκραμπάλα και την Ψηλοράχη, οχύρωσαν και το πλάτωμα («νότιο ύψωμα»). Στις επτάμισι το εχθρικό πυροβολικό άρχισε πάλι τους βομβαρδισμούς εναντίων της Γκραμπάλας που κράτησαν μέχρι την νύχτα. Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τον Κ. Πανταζή, οι Έλληνες στην Γκραμπάλα – Ψηλοράχη καλύπτονταν σε χαρακώματα «γονυπετώς βάλλοντος» και όχι σε σκυρόδετα πολυβολεία όπως αυτά που είχαν κτιστεί σε πολλές θέσεις γύρω από το Καλπάκι, επειδή οι εργασίες οχύρωσης καθυστέρησαν να ξεκινήσουν γιατί η Γκραμπάλα συμπεριλήφθηκε στις τοποθεσίες που έπρεπε να οχυρωθούν μόλις δύο μήνες πριν την κήρυξη του πολέμου. Σήμερα, όπως και στην εποχή της μάχης, η Γκραμπάλα είναι ένα γυμνό βουνό και αυτό συνεπάγεται έλλειψη κάλυψης από τα εχθρικά πυρά. Επιπλέον, η οχύρωση τύπου «γονυπετώς βάλλοντος» δεν παρέχει προστασία από τον βομβαρδισμό εχθρικού πυροβολικού, ειδικά του βαρέος πυροβολικού. Ίσως γι’ αυτό η κύρια προσπάθεια των Ιταλών να συγκεντρώθηκε στα υψώματα της Γκραμπάλας – Ψηλοράχης.
Τις επόμενες τρεις μέρες, στις 4, 5 και 6 Νοεμβρίου εξαπολύθηκαν νέες επιθέσεις των Ιταλών κατά των υψωμάτων πάντα με την κάλυψη του πυροβολικού και των αεροπλάνων, αλλά και οι τρεις επιθέσεις ήταν ανεπιτυχείς.
Στις 7 Νοεμβρίου μια ακόμα ιταλική επίθεση, το απόγευμα, κατέληξε ξανά σε αποτυχία. Τότε οι Ιταλοί αποφάσισαν να επιτεθούν την νύχτα με ένα τάγμα (όχι όμως επίλεκτων όπως γράφεται συχνά). Στις 9 το βράδυ ένα τμήμα αυτού του τάγματος επιχείρησε επίθεση στην βόρεια κορυφή και απέτυχε. Ταυτόχρονα ένα άλλο τμήμα πλησίασε το πλάτωμα («νότιο ύψωμα») αλλά και αυτό απωθήθηκε. Μερικές ώρες αργότερα, τα μεσάνυχτα, το τάγμα επιτέθηκε πάλι, αιφνιδιαστικά, εναντίων των δύο ελληνικών διμοιριών που υπήρχαν στο πλάτωμα («νότιο ύψωμα») και αυτή την φορά το κατέλαβε αναγκάζοντας τις διμοιρίες να διαφύγουν στο βόρειο ύψωμα Γκραμπάλα όπου ενώθηκαν με τις εκεί δυνάμεις και άνοιξαν πυρ εναντίων των Ιταλών που είχαν οχυρωθεί στο πλάτωμα. Όλα αυτά γινόντουσαν μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Οι ελληνικές δυνάμεις, ανασυνταγμένες, αποφάσισαν ταυτόχρονη αντεπίθεση από βορρά (Γκραμπάλα), νότο (Ψηλοράχη) και ανατολή κατά των Ιταλών που βρίσκονταν στο πλάτωμα. Η επίθεση έγινε εφ’ όπλου λόγχη και με χειροβομβίδες. Έλληνες και Ιταλοί πολεμούσαν «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. Οι Ιταλοί βρέθηκαν περικυκλωμένοι και τελικά υποχώρησαν μετά από μία μάχη – μακελειό που κράτησε δύο ώρες. Όσοι την παρακολούθησαν από το παρατηρητήριο του πυροβολικού στους Νεγράδες, μίλησαν για νυχτερινή «τιτανομαχία».
Στην Γκραμπάλα έπεσαν συνολικά 22 Έλληνες στρατιώτες, οι 19 την νύχτα της 8ης Νοεμβρίου (11 είχαν χαρακτηριστεί αρχικά «αγνοούμενοι» – τα σώματά τους πιθανώς να θάφτηκαν μέσα στα χιόνια). Σχεδόν όλοι ήταν Γιαννιώτες. Τα ονόματα όλων τους είναι σήμερα χαραγμένα στο μνημείο που στήθηκε στους πρόποδες των Στυλιανών. Οι νεκροί Ιταλοί (πάνω από 300) θάφτηκαν σε νεκροταφείο στον λόφο Τσουφάραχη (υψόμετρο 935μ.) που βρίσκεται βορειοανατολικά του Μεσοβουνίου. Σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής, οι Ιταλοί, την δεκαετία του 1950, επαναπάτρισαν τους νεκρούς τους και το μόνο που μένει πλέον από το νεκροταφείο αυτό είναι κάποιες σπασμένες ταφόπλακες με ιταλικά ονόματα. Στο νεκροταφείο αυτό υπήρχαν και μερικοί τάφοι Ελλήνων στρατιωτών – ίσως αυτών που θεωρούνταν αγνοούμενοι.
Η ανάβαση στην Γκραμπάλα είναι σχετικά εύκολη αλλά δεν υπάρχει σηματοδοτημένο μονοπάτι. Για να φτάσει κανείς στα πεδία μάχης πρέπει να ξεκινήσει από τους πρόποδες των Στυλιανών, να ανέβει στην κορυφή τους, εν συνεχεία να κατηφορίσει προς μία μικρή κοιλάδα που χωρίζει την Γκραμπάλα από τα Στυλιάνα και στην συνέχεια να ανέβει από την ανατολική πλευρά της Γκραμπάλας. Η συνολική υψομετρική διαφορά που πρέπει να καλυφθεί είναι περίπου 300 μέτρα. Στην κορυφή, η θέα προς την κοιλάδα του Καλπακίου και την Γκαμήλα Ζαγορίου είναι σαγηνευτική. Ανάκατα με αυτή την ομορφιά βρίσκονται τα σημάδια της φρίκης του πολέμου. Ο τόπος είναι γεμάτος με θραύσματα οβίδων (όλμων και αεροπλάνων) και συχνά συναντά κανείς και σφαίρες – κυρίως μεταξύ βόρειας κορυφής και πλατώματος («νότιου υψώματος»). Οι διαταράξεις του εδάφους από τις εκρήξεις, 81 χρόνια μετά, είναι ακόμα εμφανείς στο προσεκτικό βλέμμα. Αυτό προδίδει την μεγάλη βία των μαχών που διεξήχθησαν εδώ. Από τα «γονυπετώς βάλλοντος» χαρακώματα των Ελλήνων σώζονται ελάχιστα ίχνη, κυρίως στην Ψηλοράχη, υπό την μορφή κατεστραμμένων ξερολιθιών που ενίσχυαν το πάνω μέρος του χαρακώματος. Τα τέσσερα οχυρά που υπάρχουν σήμερα στο βουνό, δύο στην Ψηλοράχη, ένα στο πλάτωμα και ένα στην βόρεια κορυφή, είναι μεταγενέστερα της μάχης όπως προαναφέρθηκε. Είναι χτισμένα με τις αρχές που ήταν χτισμένα και τα αντίστοιχα οχυρά στην περιοχή Καλπακίου: σκυρόδετα ενισχυμένα στα πλαϊνά με ξερολιθιές και με ορύγματα συγκοινωνίας σκεπασμένα με κορμούς δένδρων. Αν οι οχυρώσεις αυτές υπήρχαν τον καιρό της μάχης σίγουρα τα πράγματα θα ήταν πολύ ευκολότερα για τους Έλληνες που όχι μόνο ήταν εκτεθειμένοι στο πυροβολικό του εχθρού αλλά έπρεπε να υπομένουν πολλές μέρες μέσα στα χιόνια. Και όπως λέει το δημοτικό τραγούδι των αρματολών «χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν». Κέρδισαν όμως έτσι όχι μόνο μια ένδοξη θέση στην εποποιία που έσωσε τα Γιάννενα και την Ελλάδα αλλά και την αθανασία.
Ο Χαρ. Χαρίσης είναι Καθηγητής Χειρουργικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων