Το έντονο ανατιμητικό «κύμα» και η μειωμένη αγοραστική δυνατότητα των καταναλωτών επηρεάζουν σε διαφορετικό βαθμό κάθε δραστηριότητα, με αποτέλεσμα η αγορά να «τρέχει» σε διαφορετικές ταχύτητες, την ώρα που γίνονται εκτιμήσεις για απώλειες έως και 30%.
Στη λιανική τροφίμων και λοιπών βασικών καταναλωτικών αγαθών τα στοιχεία των μετρήσεων της Nielsen ΙQ υποδεικνύουν ότι το πρώτο τρίμηνο του έτους έκλεισε με μια μέση απώλεια που προσεγγίζει το 5% στους όγκους πωλήσεων στα ταχυκίνητα καταναλωτικά προϊόντα. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν στη «N» εκπρόσωποι των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ, «στο μέσο καλάθι ο ρυθμός μείωσης των όγκων κινείται από τον Μάρτιο και μετά σε διψήφιο ποσοστό περί το 10%-12%».
Δυσμενέστερη εικόνα καταγράφεται στη μικρή λιανική, καθώς οι καταναλωτές έχουν περιορίσει, σχεδόν μηδενίσει, τις αυθόρμητες αγορές, γεγονός που επηρεάζει σημαντικά το κανάλι των «καταστημάτων της γειτονιάς». Παράλληλα, οι φούρνοι, τα κρεοπωλεία, τα ιχθυοπωλεία, τα μανάβικα, αλλά και τα ψιλικά εμφανίζουν απώλειες όγκου που προσεγγίζουν ακόμα και το 30%-40%, καθώς πλέον η λίστα της νοικοκυράς εστιάζει μόνο στα αναγκαία και δεν υπάρχει περιθώριο για επιπλέον σπατάλες.
Η ελπίδα των επιχειρηματιών στο λιανικό εμπόριο για ανάκαμψη της αγοράς επαφίεται στην τόνωση της κίνησης τις ημέρες της Μ. Εβδομάδας. Παρά την αβεβαιότητα που διαφαίνεται σε όλα τα μέτωπα, λόγω της μείωσης του εισοδήματος εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, η πασχαλινή αγορά χρειάζεται έσοδα, έστω και πρόσκαιρα, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει.
Δεν αρκεί μια «ένεση» ρευστότητας
Σύμφωνα με τους παράγοντες της αγοράς, η όποια ανάσα ρευστότητας σημειωθεί τις επόμενες ημέρες δεν θα είναι αρκετή για να αλλάξει τη γενική εικόνα που επικρατεί στα καταστήματα του λιανικού εμπορίου παρά την έλευση της άνοιξης. Οι αυξήσεις σε ενεργειακό και μεταφορικό κόστος, καθώς και στο κόστος απόκτησης των προϊόντων έχουν δημιουργήσει ένα εκρηκτικό κοκτέιλ για τους επιχειρηματίες των εμπορικών καταστημάτων της χώρας, που προσπαθούν με κάθε τρόπο να καλύψουν τις οικονομικές υποχρεώσεις τους.
«Η πασχαλινή εορταστική περίοδος είναι μικρής διάρκειας και περιορισμένης κατανάλωσης, που δεν υπερβαίνει το 1,5 δισ. ευρώ σε τζίρο και, βεβαίως, δεν επαρκεί να “αναστήσει” την ελληνική αγορά. Την Κυριακή των Βαΐων οι καταναλωτές ήταν μουδιασμένοι και η κατανάλωση περιορισμένη, παρά την αυξημένη κίνηση μπροστά στις βιτρίνες των καταστημάτων και τις αγορές τροφίμων. Συγκεκριμένα, σε κεντρικούς εμπορικούς δρόμους της Αττικής οι πωλήσεις ήταν υποτονικές και ο μέσος όρος επισκεψιμότητας στα μαγαζιά μονοψήφιος», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ & ΠΕΣΑ Βασίλης Κορκίδης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η αγορά προσδοκά τη Μεγάλη Εβδομάδα την καταβολή του Δώρου του Πάσχα στον ιδιωτικό τομέα, που ανέρχεται στο 1 δισ. ευρώ, και του στοχευμένου επιδόματος των 200 ευρώ -συνολικού ύψους 324 εκατ. ευρώ- σε 3,2 εκατ. ευάλωτους πολίτες και με δικαιούχους 1,4 εκατ. νοικοκυριά.
Στο «περίμενε» ένδυση, ηλεκτρονικά και εποχιακά
Συγκρατημένες είναι και οι εκτιμήσεις για την πορεία των όγκων πωλήσεων στην εορταστική περίοδο σε ό,τι αφορά κλάδους της λιανικής όπως ένδυση και υπόδηση, ηλεκτρονικά είδη και εποχιακά.
«Υπάρχουν επαγγελματίες στον κλάδο της ένδυσης/υπόδησης που το δίμηνο Φεβρουαρίου – Μαρτίου κατέγραψαν οριακούς τζίρους, άρα και μηδαμινούς όγκους. Η αγορά ευελπιστεί ότι θα υπάρξει μια κινητικότητα αυτές τις μέρες κυρίως σε ό,τι αφορά εποχιακά είδη και την παιδική ένδυση/υπόδηση, που “πρωταγωνιστεί” την πασχαλινή περίοδο, ενώ στις υπόλοιπες κατηγορίες αναμένεται πτώση της τάξεως του 25%-35% στους όγκους σε σχέση με πέρυσι, που να επισημανθεί βρισκόμασταν σε lockdown», αναφέρουν στελέχη της αγοράς.
Αντίστοιχα, τα καταστήματα με ηλεκτρονικά είδη, καλλυντικά, αξεσουάρ, βιβλία, καλοκαιρινά είδη κ.λπ. χαμηλώνουν τον πήχη των προσδοκιών για φέτος, καθώς οι όγκοι των πωληθέντων παραμένουν υποτονικοί.
«Οι καταναλωτές εστιάζουν στο να καλύψουν βασικές ανάγκες και κυρίως το κόστος ενέργειας και μετακίνησης και δεν προχωρούν σε αγορές για τη νέα σεζόν, ούτε για άλλες δαπάνες καλλωπισμού και ψυχαγωγίας», σημειώνουν παράγοντες της αγοράς.
Πολυεπίπεδες οι απώλειες στην εστίαση
Στον κλάδο της εστίασης από την άλλη, τα καφέ εμφανίζουν μικρότερες απώλειες, καθώς το μέσο κόστος της απόλαυσης ενός ροφήματος είναι συγκριτικά μικρότερο σε σχέση με ένα γεύμα σε εστιατόριο. Ωστόσο και στα καφέ παρατηρείται υποχώρηση στη ζήτηση take away και όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν επαγγελματίες αλυσίδων καφέ «ο πρώτος καφές της ημέρας έχει ήδη αντικατασταθεί με καφέ από το σπίτι, ενώ έχει μπει “μαχαίρι” στα συνοδευτικά, όπως αρτοσκευάσματα, γλυκά και σάντουιτς κ.ά.».
Πάντως, η εστίαση διατηρεί μια μεγαλύτερη αισιοδοξία για τη βελτίωση της κίνησης στην αγορά, εφεξής. Βέβαια, δεν αναμένονται λουκούλλεια γεύματα, καθώς η λογική «εάν δεν περισσεύει δεν φτάνει» φέρεται να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.