Αισιόδοξος εμφανίστηκε από τα Ιωάννινα ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Παύλος Μυλωνάς αναφορικά με τη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Ο κ. Μυλωνάς επισκέφτηκε την πόλη μαζί με σημαντικά μέλη του επιτελείου της Τράπεζας και συναντήθηκε με επιχειρηματίες και στελέχη παραγωγικών μονάδων. Στις συναντήσεις του τόνισε πως η Εθνική Τράπεζα θα στηρίξει πλήρως τις ανάγκες των πελατών της στον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη των επιχειρήσεών τους προσθέτοντας πως της είναι εφικτό λόγω της καλής της ρευστότητας.
Ο ίδιος μίλησε με θερμά λόγια για την επιχειρηματικότητα της Ηπείρου θεωρώντας της βασική οικονομική δύναμη για τον πρωτογενή τομέα παραγωγής, κατά το δείπνο που παρέθεσε το ίδιο βράδυ σε επιχειρηματίες – πελάτες της. Ο κ. Μυλωνάς προχώρησε ένα βήμα παραπέρα τονίζοντας πως οι επιχειρήσεις όχι μόνο άντεξαν κατά την περίοδο της κρίσης αλλά προσαρμόστηκαν και αναπτύχθηκαν σύμφωνα με τα νέα δεδομένα. Ακόμη υπογράμμισε ότι οι δυνατότητες στην Ελλάδα είναι μεγάλες, και ότι θα χρειαστεί να γίνουν επενδύσεις, στην τεχνολογία, στην οργάνωση των επιχειρήσεων του κλάδου και στο branding τις οποίες θα υποστηρίξει η Εθνική Τράπεζα.
Νωρίτερα, σε δηλώσεις τους η Χριστίνα Θεοφιλίδη γενική διευθύντρια λιανικής τραπεζικής της ΕΤΕ και ο Δημήτρης Καποτόπουλος, γενικός διευθυντής εταιρικής τραπεζικής και εκτελεστικό μέλος του ΔΣ έδωσαν το στίγμα των δυνατοτήτων και του ενδιαφέροντος της Εθνικής για τη στήριξη της τοπικής επιχειρηματικότητας.
«Θέλουμε να επικοινωνήσουμε το μήνυμα των ουσιαστικών αλλαγών και του εκσυγχρονισμού της τραπεζικής λειτουργίας και της προσαρμογής της τράπεζας στις απαιτήσεις και τις ανάγκες των καιρών. Είμαστε αρωγοί σε κάθε οργανωμένη και μελετημένη προσπάθεια ανάπτυξης και επένδυσης», τόνισε ο κ. Καποτόπουλος.
Ενισχυμένα κεφάλαια κατά 400 εκ. ευρώ
Η εκδήλωση της ΕΤΕ στα Ιωάννινα συνέπεσε με την επιτυχημένη έκδοση ενός ομολόγου 400 εκ. ευρώ, που ενισχύει τα κεφάλαια της τράπεζας και την βοηθά να εφαρμόσει μία πιο έντονη πολιτική στον τομέα των «κόκκινων» δανείων.
«Μπορούμε πράγματι από σήμερα να ασκήσουμε μία πιο επιθετική πολιτική και να ενισχύσουμε μελετημένες και επεξεργασμένες περιπτώσεις για την τόνωση των επενδύσεων. Δε θα πρέπει ωστόσο να συγχέουμε τη διάθεση της τράπεζας για την ενίσχυση της ανάπτυξης με παλιές λογικές χρηματοδοτήσεων προγραμμάτων, που δεν ήταν ούτε επεξεργασμένες, ούτε τεκμηριωμένες, οι οποίες άλλωστε δεν πρέπει να επαναληφθούν», κατέληξε ο κ. Καποτόπουλος.