Με μια απόφαση «σταθμό» το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) ανοίγει τον δρόμο σε χιλιάδες ιδιοκτήτες, των οποίων το ακίνητο έχει χαρακτηριστεί ως «δασικό» σε κυρωμένο Δασικό Χάρτη, να υποβάλλουν αίτηση ακύρωσης και να αποκτήσουν μια ευκαιρία για να το αποδεσμεύσουν.
Σύμφωνα με τους ανώτατους δικαστές «η προθεσμία άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά της κύρωσης του δασικού χάρτη δεν κινείται από τη δημοσίευση της κυρωτικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά από τη γνώση της εκ μέρους του ενδιαφερομένου».
Με άλλα λόγια, η προθεσμία εκκινεί από τη στιγμή που ένας ιδιοκτήτης διαπιστώσει ότι η περιουσία του έχει χαρακτηριστεί ως δασική, δηλαδή συνήθως κατά το στάδιο ανάρτησης στο Κτηματολόγιο, ή κατά τη διαδικασία μεταβιβάσεων ακινήτων.
Οι δασικοί χάρτες και το ΣτΕ
Όπως αναφέρεται στην απόφαση ΣτΕ 879/2024 (πρόεδρος Μαργαρίτα Γκορτζολίδου, εισηγητής Α. Σκούφαλος), υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι ιδιοκτήτες δεν είναι δυνατόν να ενημερωθούν εγκαίρως, όπως:
• Όταν οι διατυπώσεις δημοσιότητας της ανάρτησης των Δασικών Χαρτών δεν έχουν τηρηθεί ή υπήρξαν ελλιπείς ή μη προσήκουσες, οπότε δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί τεκμήριο πλήρους γνώσης του περιεχομένου τους και να κινηθεί η προθεσμία άσκησης αντιρρήσεων.
• Όταν αφορά εκτάσεις που εμπίπτουν σε εγκεκριμένα σχέδια πόλεως ή πολεοδομικές μελέτες ως δομήσιμες, οι οποίες ωστόσο περιλαμβάνονται στον Δασικό Χάρτη ως δασικές. Ο ενδιαφερόμενος, γνωρίζοντας ότι το ακίνητό του ευρίσκεται εντός πολεοδομημένης περιοχής, ευλόγως δεν επιδεικνύει ενδιαφέρον για το περιεχόμενο του δασικού χάρτη. Αφορά δηλαδή περιπτώσεις που και ο νομοθέτης θεωρεί περιττή την υποβολή αντιρρήσεων.
Και στις δύο περιπτώσεις η προθεσμία άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά της κύρωσης του Δασικού Χάρτη δεν κινείται από τη δημοσίευση της κυρωτικής απόφασης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά από τη γνώση της εκ μέρους του ενδιαφερομένου.
Επίσης, στην ειδική περίπτωση που έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση, η οποία δεν ελήφθη υπόψη από τη Διοίκηση κατά την κατάρτιση του δασικού χάρτη, αν και ακυρώνει πράξη κήρυξης της έκτασης ως αναδασωτέας, η προθεσμία άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά της πράξης κύρωσης του δασικού χάρτη κινείται από τη στιγμή που γίνεται γνωστή από τον ενδιαφερόμενο.
«Και τούτο διότι, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που η έκταση εμπίπτει σε εγκεκριμένο σχέδιο πόλεως ή πολεοδομική μελέτη ως δομήσιμη, ο ενδιαφερόμενος ευλόγως δεν επιδεικνύει ενδιαφέρον για το περιεχόμενο του δασικού χάρτη, διατηρώντας την πεποίθηση ότι η έκταση, σύμφωνα με την οικεία δικαστική απόφαση, δεν καταλαμβάνεται πλέον από τη δασική νομοθεσία», σημειώνουν οι δικαστές στην απόφασή τους.
Έτσι, η νέα απόφαση του ΣτΕ δίνει το πράσινο φως σε όσους έχασαν τις προθεσμίες υποβολής αντιρρήσεων κατά των δασικών χαρτών, να προσφύγουν κατά των κυρωμένων δασικών χαρτών, όταν διαπιστώνουν ότι το ακίνητό τους έχει χαρακτηριστεί δασικό.
Η υπόθεση
Δικαστική απόφαση είχε ακυρώσει πράξη αναδάσωσης της επίμαχης έκτασης, δημιουργώντας στον ιδιοκτήτη της την εύλογη πεποίθηση ότι η έκταση δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στον Δασικό Χάρτη, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τους ανώτατους δικαστές «να μην επιδεικνύει, δικαιολογημένα, ενδιαφέρον για την κύρωση του δασικού χάρτη».
Ως εκ τούτου, η κρινόμενη αίτηση θεωρήθηκε από το ΣτΕ ότι ασκείται εμπροθέσμως διότι «ως αφετηρία της προθεσμίας δεν μπορεί να εκληφθεί η δημοσίευση της πράξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αλλά η γνώση του περιεχομένου της από τον αιτούντα, τέτοια δε γνώση σε χρόνο που θα καθιστούσε την αίτηση εκπρόθεσμη δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου».
Όπως σημειώνεται με παλαιότερη απόφαση του ΣτΕ (6/1993) είχε ακυρωθεί νομαρχιακή απόφαση, με την οποία η επίμαχη έκταση είχε κηρυχθεί ως αναδασωτέα, χωρίς, μάλιστα, να προκύπτει ότι, μετά τη συγκεκριμένη ακυρωτική απόφαση, εκδόθηκε άλλη διοικητική πράξη σχετικά με τον χαρακτηρισμό της έκτασης.
Με αυτά τα δεδομένα η προσβαλλόμενη απόφαση του Συντονιστή Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αττικής που αφορά κύρωση Δασικού Χάρτη – κατά το τμήμα που αφορά την επίδικη έκταση ως έχοντα δασικό χαρακτήρα – πρέπει, σύμφωνα με το ΣτΕ, να ακυρωθεί.