Την τροπολογία που αφορά στη ρύθμιση μείωσης του κόστους ρεύματος για τους αγρότες και για την ενεργοβόρο βιομηχανία κατέθεσε, στην Βουλή ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, κ. Θόδωρος Σκυλακάκης.
Χαρακτηρίζοντάς την ως απολύτως αναγκαία για την παραγωγική ικανότητα της χώρας, κατά τα επόμενα χρόνια, περιέγραψε, αναλυτικά, τα οφέλη που θα αποκομίσουν οι αγρότες που θα ενταχθούν στη ρύθμιση, η οποία θα τεθεί σε ισχύ από την 1η.4.2024.
Στα σημαντικότερα εξ αυτών συμπεριλαμβάνεται η εξασφάλιση χαμηλότερων τιμών ρεύματος, μεσομακροπρόθεσμα, για τους αγρότες και η ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων χρεών τους.
Μακροχρόνια ρύθμιση με μηδενικό επιτόκιο
«Στη ρύθμιση μείωσης του κόστους ρεύματος για τους αγρότες και για την ενεργοβόρο βιομηχανία, στην ουσία χρησιμοποιούμε δύο εργαλεία: τον ηλεκτρικό χώρο και τις περικοπές, για να εξασφαλίσουμε χαμηλότερες τιμές ρεύματος, μεσομακροπρόθεσμα, στους αγρότες και στην ενεργοβόρα βιομηχανία. Γιατί χρειάζεται να το κάνουμε αυτό; Στην περίπτωση των αγροτών υπάρχει πολύ μεγάλη πίεση στον πρωτογενή τομέα από πλευράς κόστους. Παράλληλα, σοβαρό πρόβλημα αποτελούν τα υψηλά χρέη, που ανεβάζουν τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος των αγροτών. Όταν υπάρχουν μεγάλα ληξιπρόθεσμα χρέη, οι πάροχοι που λειτουργούν στην ιδιωτική αγορά “ντεφάκτο” χρεώνουν υψηλότερες τιμές, καθώς δεν εισπράττουν αυτά τα χρέη. Γι’ αυτό και κομμάτι της τροπολογίας είναι η ρύθμιση αυτών των ληξιπρόθεσμων χρεών. Κάτι που θεωρώ ότι δεν έχει γίνει από τότε που παρακολουθώ τα θέματα ηλεκτρικής ενέργειας.
Η ρύθμιση είναι πολύ μακροχρόνια και έχει μηδενικό επιτόκιο. Είναι μία εξαιρετικά ευνοϊκή ρύθμιση -και επιτρέπει στους παρόχους και κατά κύριο λόγο στη ΔΕΗ που έχει τις περισσότερες αυτές παροχές- να μπορέσουν να κάνουν μία καλή προσφορά. Τα 9,3 λεπτά ανά κιλοβατώρα, αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχουν ούτε ως μηνιαία προσφορά, παρά το γεγονός ότι έχουμε μία πολύ ευνοϊκή περίοδο για το ηλεκτρικό ρεύμα αυτό το χρονικό διάστημα».
Αναφερόμενος στη βιομηχανία ο κ. Σκυλακάκης τόνισε ότι η κυβέρνηση έλαβε την εξής προτεραιότητα:
«Καταρχάς, οι υφιστάμενες διμερείς συμβάσεις προηγούνται (που έχουν αντανάκλαση σε υφιστάμενα έργα ΑΠΕ), διότι θα ήταν παράλογο να κάνουμε ένα μέτρο για τη βιομηχανία και οι βιομηχανίες που, ήδη, εξυπηρετούνται να αντιμετωπιστούν πιο αρνητικά από τις υπόλοιπες. Και έπειτα δίνουμε σε όλη την κατηγορία Α και Β, με την “λογική” του ποιος θα συνάψει πρώτος μια τέτοια διμερή σύμβαση. Ωστόσο, αν έχουμε υπερβολικό αριθμό συμβάσεων, τότε θα βάλουμε ως κυρίαρχο κριτήριο το χρόνο ηλεκτροδότησης. Όσο πιο γρήγορα ηλεκτροδοτήσεις τόσο νωρίτερα θα ξεκινήσουν οι συμβάσεις και τόσο το νωρίτερο θα υπάρξει ανταγωνιστικότητα. Αυτή είναι η βασική φιλοσοφία της ρύθμισης, η οποία είναι απολύτως αναγκαία για την παραγωγική μας ικανότητα στα επόμενα χρόνια».