Mια σεμνή τελετή πραγματοποιήθηκε το Σάββατο στο Σταυράκι, παρουσία του Δημάρχου Ιωαννίνων Μωυσή Ελισάφ για την 71η επέτειο από την εκτέλεση των συμπολιτών μας το 1948. Στην εκδήλωση μνήμης των εκτελεσθέντων αγωνιστών που καταδικάστηκαν σε θάνατο το καλοκαίρι του 1948 συμμετείχε η βουλευτής Ιωαννίνων του ΣΥΡΙΖΑ Μερόπη Τζούφη, εκπροσωπώντας τον Πρόεδρο της Βουλής.
Παρόντες ήταν ακόμη ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Ιωαννίνων Γιώργος Παπαδιώτης, ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Τριαντάφυλλος Αλμπάνης, ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Μάξιμος, εκπρόσωποι της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία και της Ισραηλίτικης Κοινότητας Ιωαννίνων.
Η κα Τζούφη κατέθεσε στεφάνι εκ μέρους του Ελληνικού Κοινοβουλίου, ενώ δήλωσε πως: «σήμερα τιμούμε τη μνήμη της Ευτυχίας Πρίντζου και των 16 εκτελεσθέντων αγωνιστών, στελεχών της Εθνικής Αντίστασης και του ΚΚΕ, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε θάνατο από το έκτακτο στρατοδικείο Ιωαννίνων. Όλες και όλοι οι δημοκρατικοί πολίτες οφείλουμε να διατηρήσουμε τη μνήμη ενεργή, ειδικά σήμερα που επαναφέρεται ο διχαστικός εμφυλιοπολεμικός λόγος, με την ακροδεξιά συνιστώσα της Κυβέρνησης να μιλά για μιάσματα, προδότες και ελλαττωματικές ιδέες της Αριστεράς. Μόνον έτσι η θυσία των αγωνιστριών και των αγωνιστών θα έχει νόημα, αφού νίκησαν το τέρας του ναζισμού, εκτελέστηκαν γιατί διεκδίκησαν να συμμετάσχουν στη διακυβέρνηση του τόπου για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη».
Μ. Ελισάφ: Το παρελθόν μεταλλάσσεται σε παιδεία
Με μια συγκινητική ομιλία τοποθετήθηκε για το αποτρόπαιο ιστορικό γεγονός ο Δήμαρχος Ιωαννίνων Μωυσής Ελισάφ δανειζόμενος αναφορές από την παγκόσμια λογοτεχνία.
Στην ομιλία του ανέφερε τα εξής:
«Με κομμένη την ανάσα βρισκόμαστε μπροστά στις ενδεικτικές μαρτυρίες της πιο αποτρόπαιας πράξης. Της πιο αποτρόπαιας συνέπειας ενός εμφυλίου πολέμου, που δεν ήταν παρά μια κατάβαση στην απύθμενη κόλαση. Μια κατάβαση εκείθεν όλων των άλλων καταβάσεων. Καθώς η σιωπή περιέχει ένα εμβριθές βάθος, ίσως η ενός λεπτού σιγή θα ήταν η αρμοδιότερη ένδειξη τιμής γι αυτό το ανουσιούργημα της σύγχρονης ιστορίας μας. Θα ήταν. Αν, ταυτόχρονα, η σιωπή στον ιλιγγιωδώς μεταβαλλόμενο κόσμο μας, δεν κινδύνευε να διολισθήσει στην ύβρι της λησμοσύνης.
Καταφεύγουμε αναγκαστικά στο λόγο. Εν γνώσει ότι ο λόγος σε κάθε περίπτωση παραμένει πάντα μια επικίνδυνη αναγκαιότητα. Είναι το πιο μεγαλοφυές, αλλά και το πιο θνητό εφεύρημα του ανθρώπου. Μπορεί να συλλάβει τον πυρήνα τους ουσιώδους. Μπορεί όμως και να τον κατακρεουργήσει. Γι αυτό κι εγώ τούτη την ώρα, αισθάνομαι ανήμπορος και σχεδόν περισσότερο άναρθρος επειδή ακριβώς πρέπει να πω δυό λόγια. Και να ορίσω ένα γεγονός που μένει πάντα απρόσιτο στον εαυτό του. Άλλωστε, μια αδέξια απαρίθμηση του γεγονότος, ως τεκμήριο διάσωσης της μνήμης, θα είχε αξία βραχείας διάρκειας. Αφού, και η πιο διαυγής συμπερίληψή του, εύκολα μπορεί να γίνει βορά της αειφάγου λήθης.
Θα επιλέξω να ακολουθήσω έναν άλλο δρόμο.
Να το πούμε εξ αρχής: Το παρελθόν μεταλλάσσεται σε παιδεία. Μπορεί, ακόμη να μεταπέσει και σε σωτήρια ενέργεια. Αρκεί η ανάγνωσή του να είναι ακριβής. Από την οπτική αυτή, θα επιχειρήσω, έστω και αδέξια, και ασφαλώς βραχύλογα να αναδείξω, κυρίως το μάθημα παιδείας που η μαύρη αυτή σελίδα της Ιστορίας μας, απότοκος του πιο αιμοσταγούς αδελφοκτόνου πολέμου, κληροδοτεί σε εμάς τους επιγόνους. Κληθήκαμε, σήμερα, να τιμήσουμε ένα γεγονός, που με τη σαφήνεια χάλκινου βήματος, διανύει αταλάντευτα και πένθιμα όλη τη νεότερη ιστορική μνήμη. Ιδιαίτερα του δήμου μας.
Να τιμήσουμε, ναι. Αλλά πώς;
Την απάντηση θα μου επιτρέψετε να τη δανειστώ από τον πλέον αρμόδιο του κλασικού παρελθόντος μας, τον Θουκυδίδη, που προκειμένου να τιμηθούν οι νεκροί του, έθεσε στο στόμα του Περικλή τούτα τα λόγια: «Έργω και δηλούσθαι τας τιμάς». Οι τιμές θα πρέπει να αποδίδονται από τους νεότερους με ισοδύναμα έργα του παρόντος. Το χρέος το δικό μας είναι να εκφορτώσουμε την ιστορική εμπειρία στο άμεσο παρόν και να τη μεταλλάξουμε σε γενναία ροπή ενέργειας του παρόντος, ώστε , και εμείς, αλλά προ πάντων τα παιδιά μας, να φράξουμε κάθε ρωγμή απ’ όπου ακόμη και ίχνος παρόμοιας απειλής να σκιάσει το μέλλον μας.
Ο εμφύλιος είναι ήδη παρελθόν. Η σκιά του όμως συνεχίζει: Στο «Περί πολέμου» διάσημο βιβλίο του ο Klausewitz, ήδη από τις αρχές του 19ου αι., υποστήριζε ότι ο πόλεμος είναι «μια πράξη βίας προορισμένη στο να καταναγκάσει τον αντίπαλο να εκτελέσει τη θέλησή του». Και ότι, ως τέτοιος, συνεχίζει παρακάτω, δεν είναι παρά «μια συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Αν, συνεπώς, σύμφωνα με τον Klausewitz, ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχεια «της πολιτικής με άλλα μέσα», τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι μπορεί να ισχύει και το αντίστροφο: ότι, δηλαδή, και η πολιτική μπορεί, κατά περίπτωση, να είναι η συνέχεια του πολέμου. Και, στην περίπτωση του εμφυλίου, του δεινότερου απ όλους.
Δικαιωματικά είμαστε κληρονόμοι του λαμπρού αρχαιοελληνικού πολιτισμού που στάθηκε το θεμέλιο ολόκληρου του δυτικού κόσμου. Ταυτόχρονα, όμως, οφείλουμε να αναλάβουμε και το χ ρ έ ο ς έμπρακτα να εφαρμόσουμε και τις υποθήκες που ο πολιτισμός αυτός μας παρέδωσε. Αν πράγματι θέλουμε να φράξουμε οριστικά τη διαιώνιση του κακού εαυτού μας ας κάνουμε προμετωπίδα της συνέχειάς μας τον Πλάτωνα ο οποίος στην περίφημη Ζ΄ επιστολή του, σημειώνει και τα εξής βαρυσήμαντα σχετικά με τις εμφύλιες διαμάχες: « Δεν υπάρχει λήξη δεινών για όσους είχαν εμφύλιο πόλεμο, αν οι νικητές δεν παύσουν τις εκδικητικές από μνησικακία διώξεις των εχθρών τους με μάχες, εξορίες και σφαγές και αυτοπειθαρχημένοι οι ίδιοι δεν… θεσπίσουν νόμους όχι επωφελέστερους είτε για τους νικητές είτε για τους νικημένους, αλλά με ισότητα και προς κοινή ωφέλεια για όλην την πόλιν». Πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια ειπωμένα τα λόγια αυτά.
Κι όμως σήμερα, επιλήσμονες όλων αυτών, στεκόμαστε εδώ νηπενθείς στις συνέπειες ενός και πάλι αδελφοκτόνου εμφυλίου. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ήταν μια σπάνια στιγμή έκλαμψης για όλη την ανθρωπότητα. Για μας είναι και ένα κληρονομικό δικαίωμα. Το δικαίωμα όμως αυτό συνοδεύεται και από ένα βαρύτερο χρέος: Να κάνουμε πράξη τις υποθήκες του. Και άρα να τιμούμε όχι μόνο με λόγια το παρελθόν, αλλά κυρίως με έργα. «Όλες οι τέχνες», έλεγε ένας από τους πρωταγωνιστές της γαλλικής επανάστασης, (Σαιν – Ζιστ), «έχουν δημιουργήσει τα θαύματά τους, μόνο η τέχνη της πολιτικής δεν δημιούργησε παρά τέρατα». Βρισκόμαστε ήδη μπροστά σ’ ένα τερατούργημα της νεώτερης πολιτικής Ιστορίας μας. Το χρέος μας είναι να μην το ξεχνούμε. Το παρελθόν μπορεί από τους επιγόνους να μεταλλαχθεί σε παιδεία. Αρκεί να μην αφεθεί στη λησμοσύνη. «Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, έλεγε ο Σεφέρης, «σβήνει κανείς κι ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον και είναι θλιβερή η ζωή που μοιάζει σαν ακατοίκητο σπίτι».
Αυτό είναι το ελάχιστο χρέος μας σήμερα. Την αδελφοκτόνα πράξη του άλλοτε να την αντικαταστήσουμε με μια πράξη ενότητας του σήμερα. Μια πράξη ειρηνικής συνύπαρξης όπου ο ιός του μίσους οριστικά θα αποκλειστεί από την οποιαδήποτε επίλυση διαφορών στη νεώτερη πολιτική ζωή μας. Το οφείλουμε στους εαυτούς μας. Το οφείλουμε στα παιδιά μας.
Τότε το αιωνία η μνήμη τους γίνεται ένας σημερινός οδοδείκτης της θυσίας τους».