Πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο η πανηγυρική εκδήλωση για την Απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων
Παρουσία της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο η πανηγυρική εκδήλωση για την Απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων.
Ο φετινός εορτασμός για τα Ελευθέρια της πόλης είναι διαφορετικός και γίνεται σύμφωνα με τα υγειονομικά πρωτόκολλα.
Την Πρόεδρο της Δημοκρατίας υποδέχθηκαν στην είσοδο της αίθουσας του Πνευματικού Κέντρου ο Δήμαρχος Ιωαννίνων Μωυσής Ελισάφ και ο Περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέκος Καχριμάνης.
Ήταν και οι μοναδικοί που παραβρέθηκαν στην αίθουσα.
Ο Δήμαρχος Ιωαννίνων στον χαιρετισμό του τόνισε ότι η 21η Φεβρουαρίου είναι η κορυφαία μέρα για την πόλη και αποτελεί την μέρα που συντελέστηκε το θαύμα.
«Σήμερα λοιπόν, με την πολύπλευρη κρίση που βιώνουμε από την άβυσσο της λαίλαπας του Covid 19 που οι κίνδυνοι που μας απειλούν είναι ορατοί, σήμερα είναι και πάλι η ώρα ενός νέου εθνικού συναγερμού. Πρώτα να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα. Την πραγματικότητα ποια ήταν πριν, ποια οφείλει να είναι σήμερα.
Θα πρέπει συνεπώς σήμερα να ανασυντάξουμε και πάλι τη μνήμη μας και να υφάνουμε από την αρχή τις λησμονημένες αξίες της αλληλοκατανόησης και της θυσίας. Προκειμένου να συγκροτήσουμε μια νέα συλλογικότητα, στην οποία ο άλλος δεν θα είναι ξένος, ανταγωνιστής, αλλά συνοδοιπόρος συναγωνιστής και εν τέλει συνάνθρωπος. Και μόνον έτσι θα αντιμετωπίσουμε την κρίση» ανέφερε.
Ο Περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέκος Καχριμάνης έκανε εκτενή αναφορά στη συμμετοχή των Ηπειρωτών τόσο στην Επανάσταση του 1821 όσο και στη σύσταση και στήριξη του Ελληνικού Κράτους.
Ευχαρίστησε την Πρόεδρο της Δημοκρατίας για την παρουσία της στα Γιάννινα σημειώνοντας ότι «μας δίνετε κουράγιο σε μία περίοδο όπου αγωνιζόμαστε και για την πανδημία και για την ανάπτυξη της Ηπείρου».
Η κεντρική ομιλία έγινε μέσω βίντεο από τον συγγραφέα Δημήτρη Οικονόμου και η εκδήλωση ολοκληρώθηκε με την Ορχήστρα Δωματίου του Δημοτικού Ωδείου η οποία ερμήνευσε πέντε ελληνικούς χορούς του Νίκου Σκαλτώτα.
Η ομιλία της Προέδρου της Δημοκρατίας
«Είναι μεγάλη τιμή για μένα το να βρίσκομαι σήμερα εδώ και να γιορτάζουμε μαζί την εκατοστή όγδοη επέτειο από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων. Να βρίσκομαι στα «γυάλινα και μαλαματένια» Γιάννενα, όπως τα ονομάζει ένας αγαπητός μου ποιητής, ο Μιχάλης Γκανάς. Στον ανθότοπο των ονείρων, όπως τα χαρακτήριζε σε ένα ποίημά του ο Γιοσέφ Ελιγιά. Στην πόλη των θρύλων, των παραδόσεων, της ποίησης, των δημοτικών τραγουδιών, της μυστηριακής γοητείας, αλλά και την πόλη τη ζυμωμένη με το αίμα των ανυπότακτων Ελλήνων. Στην κοιτίδα των δασκάλων του Γένους, των ηρωικών υπερασπιστών του αγώνα «της σπάθης και της διανοίας», των εθνικών ευεργετών, των πολυμήχανων εμπόρων, των επιδέξιων τεχνουργών, του ελληνικού διαφωτισμού, της αναγέννησης του νεότερου ελληνισμού. Να βρίσκομαι στον τόπο όπου ρίζωσε η φημισμένη Ζωσιμαία Σχολή και να αισθάνομαι – στη σκέψη ότι λειτουργεί ακόμη, σχεδόν διακόσια χρόνια από την ίδρυσή της– έντονη σύνδεση με μια πολυαίωνη πνευματική παράδοση που παραμένει ζωντανή και ακμαία. Και να τιμώ όλους εκείνους που αγωνίστηκαν για να επιστρέψει η πόλη στους κόλπους της μητέρας πατρίδας. Τους νέους απ’ όλη την Ελλάδα που πολέμησαν ασταμάτητα 85 μέρες ώσπου να καταλάβουν την πόλη, και τις γυναίκες που τάχθηκαν στο πλευρό των ανδρών μαχόμενες σαν λέαινες, όπως έγραψε η Καλιρρόη Παρέν στην Εφημερίδα των Κυριών το φθινόπωρο του 1913. Εκείνες που από την ίδρυση της Ηπειρωτικής Εταιρείας, το 1906, εντάχθηκαν στις τάξεις της από την πρώτη στιγμή. Εκείνες που προσχώρησαν εθελοντικά στο Μεικτό Στράτευμα Ηπείρου. Την καπετάνισσα Μαρία Ναστούλη Κιτσοπούλου. Τη Λαμπρινή Λώλη. Τη νοσοκόμα Ασπασία Ράλλη, που πολέμησε γενναία στη μάχη του Δρίσκου. Τις «άντρισσες» των Τσεριτσάνων που κουβάλησαν όπλα, πυρομαχικά και τρόφιμα, κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, στα δυο βουνά της Ολύτσικας, όταν ο ελληνικός στρατός έδινε την κρίσιμη μάχη για να πέσει η Μανωλιάσα και το Μπιζάνι.
Διαβάζοντας τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, τις ανταποκρίσεις από το μέτωπο, τα αποσπάσματα από τα ημερολόγια των μαχητών του Μπιζανίου που διασώθηκαν στον χρόνο, βλέπει κανείς ολοκάθαρα πόσο μεγάλη, συμβολική σημασία είχε για τους Έλληνες η ενσωμάτωση των Ιωαννίνων στον εθνικό κορμό. «Αμφίβολον είναι αν άλλη τις ελληνική πόλις εξ όσων επί τόσους αιώνας κατείχεν ο Τούρκος ζη τοσούτον μετά την Κωνσταντινούπολιν, μέσα εις την ψυχήν και τον νουν του ελληνικού λαού, όσον τα Ιωάννινα» διαβάζουμε στο φύλλο της 22ας Φεβρουαρίου της εφημερίδας «Πατρίς». Και την ίδια ημέρα στην εφημερίδα «Αθήναι»: «Τα Ιωάννινα δεν είναι απλώς μία πόλις οχυρωμένη, η οποία πίπτουσα εχάραξεν εις την ιστορίαν μας μίαν μεγάλην νίκην. Είναι η πόλις ήτις από αιώνων εγένετο το κέντρον των ηρωικών προμάχων του αγώνος. Είναι η πόλις ήτις συνεδέθη με την ιστορίαν ολόκληρον του έθνους». Κι αυτή η σύνδεση, την οποία με μεγάλη διαύγεια επισημαίνει η εφημερίδα, δεν οφείλεται μόνο στο ότι τα Γιάνεννα συνέλαβαν από πολύ νωρίς την ιδέα της εθνεγερσίας, αλλά στη δυναμική της παιδείας τους, που ενίσχυε ήθος, πνεύμα και φρόνημα και ενέπνεε εθνική ανάταση.
Γι’ αυτό και σπεύδουν εθελοντές απ’ όλη την Ελλάδα να πολεμήσουν στο ηπειρωτικό μέτωπο. Γι’ αυτό ο Φίλιππος Δραγούμης, μικρότερος αδελφός του Ίωνα, ακούγοντας το «ασταμάτητο κανονίδι» από τις πλαγιές της Ολύτσικας, γράφει στις 20 Φεβρουαρίου 1913 στο ημερολόγιό του: «Πάει, θα πάρουμε τα Γιάννενα! Τα Γιάννενα! Γελώ και δακρύζω». Γι’ αυτό και η σπουδαία ζωγράφος Θάλεια Φλωρά-Καραβία εγκαταλείπει την ασφάλεια του σπιτιού της στην Αλεξάνδρεια και ακολουθεί τον ελληνικό στρατό στην Ήπειρο. Θα αποτυπώσει στο χαρτί στρατιωτικούς, νοσοκόμες, κληρικούς, απλούς στρατιώτες, σκηνές από τα πεδία μάχης και τα νοσοκομεία εκστρατείας, με συγκλονιστική ζωντάνια. Και θα μπει θριαμβευτικά στην πόλη, μαζί με τους νικητές. «Το Μπιζάνι παραδόθηκε με τριάντα χιλιάδες Τούρκων!» γράφει το ίδιο βράδυ στο ημερολόγιό της. «Εδώ παύει πλέον η δύναμη της πέννας και των λόγων».
Όμως όχι, η δύναμη των λόγων δεν παύει. Για όλους εμάς τους μεταγενέστερους, τα γραπτά όσων έζησαν από κοντά τις ηρωικές μάχες και την αγαλλίαση της νίκης είναι ένας αγωγός μνήμης, μέσα από τον οποίο περνάει και σε μας η βιωμένη εμπειρία τους, μας συγκινεί και μας συνεγείρει. Και κάθε φορά που τιμάμε τις κορυφαίες στιγμές και τα ηρωικά πρόσωπα της ιστορίας μας επιβεβαιώνουμε τη συνεχή παρουσία του παρελθόντος στο παρόν μας, το αναζωογονούμε με το νόημά του, βαθαίνουμε την ιστορική μας συνείδηση. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, κορυφαία στιγμή της νεότερης ιστορίας μας, δεν είναι μόνο μια στρατιωτική και πολιτική επιτυχία. Είναι, κυρίως, επιτυχία πνευματική.
Αυτή την πνευματικότητα, την καλαισθησία, την αγάπη για την πρόοδο συναντά και σήμερα κανείς σε κάθε του βήμα στην πόλη των Ιωαννίνων. Ένα στιβαρό Πανεπιστήμιο, έξοχα μουσεία που διαφυλάσσουν την πολιτιστική κληρονομιά, ένα επιβλητικό Κάστρο που μετατρέπεται σταδιακά σε Πάρκο Πολιτισμού. Σημαντικές παρεμβάσεις για την ανάδειξη του περιβάλλοντος, για την προβολή των τοπικών προϊόντων και της γαστρονομίας. Δραστήριες τοπικές μονάδες που αξιοποιούν τα προϊόντα του πρωτογενούς τομέα. Αλλά και κέντρα έρευνας και τεχνολογίας, που διαχέουν την τεχνογνωσία η οποία παράγεται στην ακαδημαϊκή κοινότητα – όπως το Επιστημονικό και Τεχνολογικό Πάρκο Ηπείρου – αξιοποιούν το υψηλού επιπέδου ανθρώπινο δυναμικό της περιοχής, και αναδεικνύουν τα Γιάννενα σε κόμβο καινοτομίας.
Ξέρω ότι η πόλη επλήγη από την οικονομική κρίση, ότι η ραγδαία ως το 2010 ανάπτυξή της ανακόπηκε, ότι σήμερα δοκιμάζεται από την πανδημία. Ωστόσο λίγο απέχουμε από την υπέρβαση της υγειονομικής κρίσης, από την επανεκκίνηση της οικονομίας και την επανέναρξη της κοινωνικής μας δραστηριότητας. Ο τόπος θα επανέλθει σύντομα σε κανονικές συνθήκες λειτουργίας και η Ήπειρος μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη προς όφελος όλης της χώρας. Το εγγυάται το ρηξικέλευθο, βαθιά προοδευτικό πνεύμα των Ηπειρωτών. Πιστεύω πως όπως άλλοτε, έτσι και σήμερα, θα κάνει το θαύμα.»
Ο χαιρετισμός του Δημάρχου
«Εξοχωτάτη,
Κυρίες και κύριοι,
Η 21 Φεβρουαρίου 1913 δεν είναι κορυφαία ώρα για την πόλη μας. Είναι η κ ο ρ υ φ α ί α. Είναι η γενέθλια μέρα ύστερα από σχεδόν πέντε αιώνες ανελέητης σκλαβιάς. Αν υπάρχει κάποιο παρελθόν, που δεν επιτρέπεται να παρέλθει, τότε, για την πόλη μας, είναι η 21 Φεβρουαρίου 1913. Ένα παρελθόν που όταν χαθεί, χάνεται μαζί του και μέρος από το παρόν. Αλλά και μέρος του μέλλοντος μας.
Όμως, οι κορυφαίες ώρες της ιστορίας ενός λαού, ή και ενός δήμου, είναι και κορυφαίες ώρες μνήμης, παιδείας και αναστοχασμού. Το παρελθόν, όπως και το παρόν, περιέχουν φωτεινά αλλά και σκοτεινά σημεία. Το χρέος μας σήμερα είναι ακριβώς αυτό: Να ανιχνεύσουμε από απόσταση τα φωτεινά σημεία και με γενναιότητα να τα διαχωρίσουμε από τα όποια σκοτεινά. Με τη λογική ότι, όπως για τα άτομα, το ίδιο ισχύει και για τους λαούς: η πιο μεγάλη αποτυχία είναι να μην επωφελούνται από τα διδάγματα των ίδιων των λαθών τους. Να ανιχνεύσουμε και να αναστοχαστούμε το γενέθλιο γεγονός όχι μόνο με προέχουσα αποστολή τη δοξολόγησή του, αλλά τη δημιουργική του αξιοποίηση, που προϋποθέτει μια βαθύτερη και ουσιαστικότερη ερμηνεία του κορυφαίου γεγονότος.
«Όλα τα πράγματα», έλεγε, πριν περισσότερο από τρεις αιώνες, ο Πασκάλ, «είναι αιτίες και αποτελέσματα, προκαλούμενα και προκαλούντα, βοηθούμενα και βοηθούντα».
Ιδιαίτερα στους οργισμένους καιρούς που διανύουμε
• αναστοχάζομαι σημαίνει αναζητώ τις αιτίες που προκάλεσαν το γεγονός της 21η Φεβρουαρίου.
• αναστοχάζομαι σημαίνει αναζητώ το πώς διαμορφώθηκε το χρέος εκείνων που έδωσαν ακόμα και τη ζωή τους για να ροδίσει η μέρα της λευτεριάς και στην πόλη μας.
• και το σημαντικότερο, αναστοχάζομαι σημαίνει ακόμη ποιο χρέος κατέλειπε σ εμάς τους επιγενόμενους η θυσία εκείνων.
Για όλη αυτή την αναδρομή σταθερό σημείο αναφοράς οφείλουμε να έχουμε το αδιάψευστο ιστορικό γεγονός που είναι ένα: Για κοντά πέντε αιώνες ολόκληρη η Ήπειρος, μαζί και η πόλη μας, ήταν οθωμανική επαρχία. Για πέντε σχεδόν αιώνες πιέζονταν αφόρητα ν΄ αλλάξει ταυτότητα. Έβλεπε τα νιάτα της να εκτουρκίζονται βίαια, τη θρησκεία της να συμπιέζεται, τη γλώσσα της να κινδυνεύει, την ιστορία της να κατεδαφίζεται.
Κι όμως άντεξε.
Το ερώτημα είναι κρίσιμο: Τι συνετέλεσε και σχεδόν πέντε αιώνες ανελέητης σκλαβιάς δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την έλευση της 21ης Φεβρουαρίου του 1913 και μαζί το πολύτιμο δώρο της ελευθερίας. Η απάντηση προφανώς και περιέχεται μέσα στην αξημέρωτη νύχτα της σκλαβιάς. Ο ελληνισμός γενικότερα δεν ήταν μια ευκαιριακή ταυτότητα. Διέθετε ήδη μια μακραίωνη παράδοση που ανέτρεχε ως τα βάθη της χάλκινης εποχής και πέραν αυτής. Ήταν κληρονόμος μιας μοναδικής σκέψης, εκείνης των μοναδικών στην οικουμένη αρχαίων Ελλήνων, που θεμελίωνε τη συνύπαρξη στην «πυγμή του δικαίου» που οδήγησε στο θαύμα της 21ης Φεβρουαρίου.
Και που θαύμα δεν ήτανε.
Το θαύμα ήταν οι γενιές που μεσολάβησαν στη μακραίωνα νύχτα της σκλαβιάς, που κράτησαν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους. Τη θρησκεία τους, τη γλώσσα τους, την παράδοσή τους, αλλά και τον κώδικα αξιών των προγόνων τους που είχε ως αμετακίνητο φάρο τη διαμόρφωση μιας συλλογικότητας, ενός αδιαίρετου και ατσάλινου εμείς που καθορίζονταν από τη δίψα της ελευθερίας και την πυγμή του δικαίου. Και τελικά κέρδισαν. Και σήμερα απολαμβάνουμε την ελευθερία μας σ΄ένα καθεστώς δημοκρατίας.
Το θαύμα, όμως, της διατήρησης αυτής της ταυτότητας για πέντε σχεδόν αιώνες, ήταν μαζί και αποτέλεσμα, ήταν όμως ταυτοχρόνως και αιτία. Αιτία για τη δημιουργία ενός ισάξιου και ισοδύναμου χρέους προς εμάς τους απογόνους να προστατεύσουμε την ελευθερία μας αλλά και τη δημοκρατία. Μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως η επέτειος την οποία γιορτάζουμε σήμερα με το διαπρεπές φορτίο της Ιστορίας, που απείραχτο διαπερνά τον καιρό, έρχεται να μας υποδείξει το νεότερο Χρέος μας. Οι πολιτισμοί πατάσσονται, αλλά δεν δολοφονούνται. Το απέδειξε η σχεδόν μισή χιλιετία σκλαβιάς της πόλης μας. Όταν χάνονται, είναι γιατί αυτοκτονούν οι ίδιοι. Είναι γιατί οι άνθρωποι αυτομολούν οι ίδιοι προς την τραγωδία τους.
Σήμερα λοιπόν, με την πολύπλευρη κρίση που βιώνουμε από την άβυσσο της λαίλαπας του Covid 19 που οι κίνδυνοι που μας απειλούν είναι ορατοί, σήμερα είναι και πάλι η ώρα ενός νέου εθνικού συναγερμού. Πρώτα να κοιτάξουμε την αλήθεια κατάματα. Την πραγματικότητα ποια ήταν πριν, ποια οφείλει να είναι σήμερα.
Θα πρέπει συνεπώς σήμερα να ανασυντάξουμε και πάλι τη μνήμη μας και να υφάνουμε από την αρχή τις λησμονημένες αξίες της αλληλοκατανόησης και της θυσίας. Προκειμένου να συγκροτήσουμε μια νέα συλλογικότητα, στην οποία ο άλλος δεν θα είναι ξένος, ανταγωνιστής, αλλά συνοδοιπόρος συναγωνιστής και εν τέλει συνάνθρωπος. Και μόνον έτσι θα αντιμετωπίσουμε την κρίση.
Διανύουμε ιστορικές στιγμές. Ας ενεργήσουμε έτσι ώστε οι απόγονοί μας να αισθάνονται υπερήφανοι για τις σημερινές επιλογές μας. Μόνον τότε και το μέλλον μας θα διασώσουμε και τους προγόνους μας επάξια θα τιμήσουμε.
Και μόνον έτσι θα τιμήσουμε τους αγώνες για την ελευθερία
Και μόνον έτσι θα μας τιμήσει η Ελευθερία.»